Βολταίρος

της Μαρίας Βόλλη

Η μεγάλη μορφή του ευρωπαϊκού πνεύματος, ο υπερασπιστής της ελευθερίας του λόγου και της ανεξιθρησκίας εξακολουθεί να φωτίζει ακόμη και σήμερα το διανοητικό μας στερέωμα. 

Το προσφιλές τέχνασμα των θρησκευτικών και πολιτικών ηγετών είναι να υπόσχονται γνώσεις, που μιλούν για το απόλυτο με αδιαμφισβήτητη οικειότητα. Εναντίον τους ο Βολταίρος εκτόξευε με ευθυβολία και λακωνικότητα τα βέλη του. Ο στόχος του ήταν να αποκτήσει κάθε άτομο συνείδηση της διανοητικής ανεξαρτησίας του.

Ο Φρανσουά Μαρί Αρουέ (21 Νοεμβρίου 1694 – 30 Μαΐου 1778), γνωστός με το ψευδώνυμο Βολταίρος (Voltaire), ήταν Γάλλος συγγραφέας, ιστορικός και φιλόσοφος, διάσημος για το πνεύμα του, τις επιθέσεις στην Καθολική Εκκλησία, την υπεράσπιση της ελευθερίας του λόγου και του διαχωρισμού κράτους και εκκλησίας ενσαρκώνοντας με το έργο του την ίδια την ουσία του Διαφωτισμού. Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο ότι ο Διαφωτισμός αποκαλείται συχνά «η εποχή του Βολταίρου»!

Διέβλεψε πολύ πριν από τον Μαρξ ότι η θρησκεία αξιοποιείται για τη δημιουργία “αντεστραμμένης συνείδησης” του κόσμου, με αποτέλεσμα να θεωρεί τον αγώνα και την κριτική κατά του ιερατείου και της θρησκευτικής πρακτικής σαν προϋπόθεση κάθε κοινωνικής κριτικής. Πίστευε, αντίθετα με τον Μακιαβέλι και τον Λοκ, ότι “η ανθρώπινη φύση είναι καλή” και ότι όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται καλοί, αλλά τους διαστρέφουν οι ανάγκες της ζωής. Ο μεγάλος φιλόσοφος θεωρείται από τους πνευματικούς πατέρες της Γαλλικής Επανάστασης.

Γεννήθηκε στο Παρίσι σε μία μεσοαστική οικογένεια και στα 9 του χρόνια εισήλθε στο ιησουιτικό κολέγιο του Μεγάλου Λουδοβίκου όπου παρέμεινε  για 8 σχεδόν έτη. Για την εκπαίδευσή του εκεί έγραψε αργότερα ότι δεν είχε μάθει τίποτα “εκτός από λατινικά και ανοησίες”, αν και εκεί φαίνεται ότι ανέπτυξε την αφοσίωσή του στο θέατρο και την ποίηση. Το 1711, μετά το κολέγιο, υπέκυψε στις πιέσεις του πατέρα του, που ήταν συμβολαιογράφος και διδάχθηκε τη νομική επιστήμη.

Πριν αρχίσει τη συγγραφική του καριέρα, υπηρέτησε ως γραμματέας του Γάλλου πρέσβη στην Ολλανδία. Επέστρεψε στο Παρίσι την εποχή του θανάτου του Λουδοβίκου ΙΔ’ και σύντομα απέκτησε φίλους στους αριστοκρατικούς κύκλους, όπου οι σατιρικοί στίχοι του τον έκαναν ιδιαίτερα δημοφιλή. Τότε παρουσίασε το πρώτο θεατρικό του έργο, την τραγωδία Οιδίπους, «πατώντας» στα χνάρια του Οιδίποδα του Σοφοκλή. Το έργο ανέβηκε στο Παρίσι τον Νοέμβριο του 1717 και έγινε το θεατρικό γεγονός της χρονιάς.

Όμως, γρήγορα συγκέντρωσε την πρώτη κυβερνητική δυσαρέσκεια για τη δηκτική του πένα και στις 16 Μαΐου 1717 φυλακίστηκε στη Βαστίλη για 11 μήνες για προσβολή του αντιβασιλέα Φιλίππου Β’ της Ορλεάνης. Εκεί ξαναδούλεψε τον Οιδίποδα, άρχισε το έργο «Ερρικειάς και αποφάσισε να αλλάξει το όνομά του σε Arouet de Voltaire ή απλά Voltaire.

Τον Φεβρουάριο του 1720 ολοκλήρωσε το έργο Artemire, το οποίο απέτυχε και δεν το δημοσίευσε ποτέ στο σύνολό του, αν και αργότερα αναπλάστηκε με επιτυχία και κάποια μέρη του επαναχρησιμοποιήθηκαν σε άλλες εργασίες.

Η θεατρική παραγωγή του ανέρχεται μεταξύ πενήντα και εξήντα έργων, ορισμένα εκ των οποίων είναι γνωστά μόνο από αναφορές ή απεικονίσεις. Διακρίθηκε ιδιαίτερα στην τραγωδία και το δράμα με 27 περίπου έργα, με σημαντικότερα έργα του τη «Μαριάννα», τη «Μερόπη», τον «Βρούτο», την «Εριφύλη» και την περίφημη «Ζαΐρα» (1732), που τον έχρισε ως κορυφαίο Γάλλο θεατρικό συγγραφέα του καιρού του. Όσον αφορά στα ποιήματά του, ξεχωρίζουν δύο μακροσκελή, η «Ερρικειάδα» και η «Παρθένος».  

Τα μυθιστορήματα και τα αφηγήματά του είναι τα πιο αξιόλογα έργα της μεγαλοφυΐας του. Εκδίδονταν συνήθως ως τεύχη με κύριο σκοπό τη σφοδρή επίθεση στην εκκλησία και την πολιτική διαφθορά. Το «Candide» επιτίθεται στη θρησκευτική και φιλοσοφική αισιοδοξία, το «L’Homme aux quarante ecus» σε κάποιες κοινωνικές και πολιτικές πρακτικές της εποχής, ενώ το «Zadig» και άλλα στις παραδεδεγμένες μορφές ηθικής και μεταφυσικής ορθοδοξίας, ενώ μερικά είναι λιβελογραφικές σάτιρες στη Βίβλο.

Το ιστορικό έργου του είναι το ογκωδέστερο όλων εκτός της αλληλογραφίας του, και μερικά μέρη του είναι μεταξύ των πλέον πολυδιαβασμένων, αλλά απέχουν πολύ ως προς το να είναι και τα καλύτερα. Οι μικρές πραγματείες του για τον Κάρολο τον 12ο και τον Μεγάλο Πέτρο είναι πράγματι πρότυπα οξυδερκούς και ευφυούς αφήγησης αν και ως ένα βαθμό χαρακτηρίζονται από επιφανειακή κατανόηση και ταξινόμηση.

Στη φιλοσοφία του, βασισμένη στο σκεπτικισμό και τον ορθολογισμό, ήταν βαθιά επηρεασμένος από το Λοκ, καθώς επίσης και από τους Montaigne και Bayle. Παρά το πάθος του για τη σαφήνεια και τη λογική, συχνά υπήρξε ανακόλουθος προς τον εαυτό του. Έτσι, ενώ αρχικά υποστήριζε ότι η ανθρώπινη φύση ήταν τόσο αμετάβλητη όσο αυτή των ζώων, αργότερα εξέφρασε την πεποίθηση για εξέλιξη και βαθμιαίο εξανθρωπισμό της κοινωνίας μέσω των τεχνών, των επιστημών και του εμπορίου. Στην πολιτική υποστήριζε τη μεταρρύθμιση, αλλά ένιωθε φρίκη για την αμάθεια και τον πιθανό φανατισμό των ανθρώπων καθώς και για τη βία της επανάστασης.

Το 1764 δημοσίευσε το κυριότερο φιλοσοφικό του πόνημα, το «Φιλοσοφικό Λεξικό», ένα εγκυκλοπαιδικό λεξικό όρων που αγκάλιαζε τις αρχές του Διαφωτισμού και του ορθολογισμού απορρίπτοντας συλλήβδην τις πεποιθήσεις της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Στα κορυφαία του στοχαστικά πονήματα περιλαμβάνονται επίσης τα «Αγγλικά Γράμματα» και το «Δοκίμιο περί των ηθών».

Όσο αφορά τη θρησκεία, θεωρούσε ότι ο χριστιανισμός ήταν μια καλή πίστη για την κατώτερη τάξη, ενώ για την ανώτερη πρότεινε έναν απλό θεϊσμό. Αντιτάχθηκε στον αθεϊσμό και τον υλισμό του Ελβέτιου και του Χόλμπαχ. Είναι παροιμιώδης η θέση του ότι “εάν ο Θεός δεν υπήρχε, θα έπρεπε να εφευρεθεί”, που περιέχεται σε ένα από τα ποιήματά του.

Εξορίες, φυλακίσεις και περιπέτειες

Η αρχή έγινε τον Μάιο του 1717, όταν φυλακίστηκε στη Βαστίλη για προσβολή του αντιβασιλέα.  Η μοίρα του χτύπησε ξανά την πόρτα το 1725. Σε μια λογομαχία με τον νεαρό ευγενή Guy Auguste de Rohan-Chabot, η οξύτητα του χαρακτήρα του Βολταίρου κλιμάκωσε την αντιπαράθεση, με αποτέλεσμα ο στοχαστής να καλέσει σε μονομαχία τον αντίπαλό του, μόνο και μόνο για να «γνωρίσει» τη διαπλοκή της αριστοκρατίας: την προκαθορισμένη μέρα της μονομαχίας ο Βολταίρος συνελήφθη με ένα μυστικό ένταλμα, το γνωστό lettre de cachet, και στάλθηκε πάλι στη Βαστίλη. Αυτό το περιστατικό ήταν η αιτία, που έγινε υπέρμαχος της δικαστικής μεταρρύθμισης.

Αφού παρέμεινε έγκλειστος για δύο εβδομάδες, αποδέχθηκε την επιλογή της εξορίας και παρέμεινε τα επόμενα τρία χρόνια στη Βρετανία απολαμβάνοντας το φιλελεύθερο πνεύμα που επικρατούσε στη χώρα. Εκεί ήρθε σε επαφή με τα γραπτά του φιλόσοφου Τζον Λοκ, την επιστημονική επανάσταση που ευαγγελιζόταν ο Ισαάκ Νεύτων, ενώ μελέτησε τη συνταγματική μοναρχία της Αγγλίας και τη θρησκευτική ανοχή που υπήρχε.

Ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα και για τη μελέτη των φυσικών επιστημών. Επίσης, έγραψε στα αγγλικά τα πρώτα δοκίμιά του, το Δοκίμιο για την επική ποίηση και το Δοκίμιο για τους γαλλικούς εμφυλίους πολέμους, τα οποία δημοσιεύθηκαν το 1727. Το πιο ενδιαφέρον έργο του στην Αγγλία ήταν η συγγραφή της ιστορίας του Κάρολου 12ου της Σουηδίας. Το έργο του «Αγγλικά Γράμματα» δημοσιευμένο στα αγγλικά το 1733 και στα γαλλικά ως «Lettres philosophiques» το 1734, έδωσε ώθηση στην αγγλική φιλοσοφική σκέψη και επιστήμη, η οποία χαρακτήρισε την περίοδο του Διαφωτισμού. Το βιβλίο επίσημα απαγορεύθηκε στη Γαλλία.

Επιστρέφοντας στο Παρίσι συνέχισε τη θεατρική του παραγωγή και απέκτησε μεγάλη φήμη. Δημοσίευσε τότε το επικό ποίημα Ερρικειάς, με θέμα τους θρησκευτικούς πολέμους στη Γαλλία, όπου σατίριζε τη θρησκευτική μισαλλοδοξία. Το έργο του αυτό προκάλεσε εντύπωση στο κοινό και κυκλοφόρησε σε 300.000 αντίτυπα.

Τα «Αγγλικά Γράμματα» εξαγρίωσαν ωστόσο τη γαλλική κυβέρνηση και τον κλήρο αναγκάζοντάς τον να αποσυρθεί από τη δημόσια ζωή του Παρισιού και να αυτοεξοριστεί στη Λοραίνη, όπου παρέμεινε για τα επόμενα 15 χρόνια. Εκεί και γνώρισε τη σύντροφο της ζωής του, την Émilie Du Châtelet (γνωστότερη ως Madame Du Châtelet), της οποίας τα πνευματικά ενδιαφέροντα, ειδικά πάνω στις επιστήμες, ταίριαζαν με τα δικά του), στο πλευρό της οποίας παρέμεινε μέχρι τον θάνατό της το 1749.

Στη Λοραίνη δούλεψε πάνω σε πειράματα φυσικής και χημείας. Το 1736 άρχισε τη μακροχρόνια αλληλογραφία του με τον διάδοχο του θρόνου της Πρωσίας Φρειδερίκο (τον μετέπειτα Φρειδερίκο Β΄) χτίζοντας μια σχέση δασκάλου-μαθητή. Επιπλέον, έγραψε τα «Στοιχεία της νευτώνειας φιλοσοφίας», (που έφερε την αναγνώριση της νευτώνειας φυσικής στην Ευρώπη), την κωμική εκδοχή των θρύλων για την Ιωάννα της Λωραίνης  «Η Παρθένος» και τα δράματα  «Μωάμεθ»,  «Μερόπη» και «Σεμίραμις».

Παρά την απαγόρευση να ζει στο Παρίσι και το μένος εκκλησίας και κυβέρνησης, η φήμη και το πνεύμα του δεν αγνοήθηκαν από την αριστοκρατία. Μέσω της επιρροής της Μαντάμ Πομπαντούρ έγινε βασιλικός ιστοριογράφος και μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας.

Ταυτόχρονα, η πολύχρονη αλληλογραφία που διατηρούσε με τον -μετέπειτα- Φρειδερίκο Β’ της Πρωσίας τον έφερε στις Βρυξέλλες και αργότερα στο Βερολίνο, όπου πέρασε ένα διάστημα δίπλα στον κατοπινό Πρώσο μονάρχη. Την εποχή αυτή, στη δεκαετία του 1740, ταξίδευε συχνά από τη Λοραίνη στο Βερολίνο, όπου συμμετείχε ακόμα και σε διπλωματική αποστολή της Γαλλίας για να πείσουν τον Φρειδερίκο Β’ να συμμαχήσει με τους Γάλλους χωρίς όμως αποτέλεσμα (Πόλεμος της Αυστριακής Διαδοχής 1740-48). Μετά τον θάνατο της Madame Du Châtelet δέχτηκε την πρόσκληση του Φρειδερίκου να ζήσει στην αυλή του (1750-53). Οι σχέσεις του με το Φρειδερίκο ήταν γενικά θυελλώδεις και το 1753 ο Βολταίρος εγκατέλειψε βιαστικά την Πρωσία. Από απόσταση οι δύο άνδρες συμφιλιώθηκαν αργότερα και η αλληλογραφία τους επαναλήφθηκε.

Ανεπιθύμητος στη Γαλλία εγκαταστάθηκε στη Γενεύη, όπου αγόρασε το κτήμα “Les Délices” και απέκτησε επίσης ένα ακόμα σπίτι κοντά στη Λωζάνη. Οι αρχές της Γενεύης αντιτέθηκαν σύντομα στις ιδιωτικές θεατρικές παραστάσεις που πραγματοποιούνταν στο σπίτι του Βολταίρου, ενώ εξοργίστηκαν ακόμα περισσότερο λόγω του άρθρου  “Genève”  που γράφτηκε για την Εγκυκλοπαίδεια του Ντιντερό με την υποκίνηση του Βολταίρου από τον Ντ’Αλαμπέρ. Το άρθρο, που δήλωνε ότι οι καλβινιστές πάστορες της Γενεύης είχαν δει το φως και είχαν πάψει να πιστεύουν στην οργανωμένη θρησκεία, ξεσήκωσε μια βίαιη διαμάχη. Αργότερα, επιχείρησε να μεταβεί στη Ρωσία αλλά η Αικατερίνη Β΄ του αρνήθηκε την είσοδο πιεζόμενη από τις σφοδρές αντιδράσεις της Ρωσική Εκκλησίας.

Το 1759 αγόρασε το κτήμα Φερνέ κοντά στα γαλλο-ελβετικά σύνορα, όπου έζησε μέχρι και λίγο καιρό πριν το θάνατο του. Το Φερνέ έγινε σύντομα η διανοητική πρωτεύουσα της Ευρώπης. Ο Βολταίρος παρέμεινε ενεργός καθ’ όλη τη διάρκεια αυτών των ετών με βιβλία, θεατρικά έργα και δημοσιεύματα. Έγραψε επίσης εκατοντάδες επιστολές στον κύκλο των φίλων του. Ήταν πάντα μια φωνή της λογικής. Υπήρξε ειλικρινής κριτικός της θρησκευτικής αδιαλλαξίας και των θρησκευτικών διώξεων. Κατά τα τελευταία έτη του έγραψε αρκετά έργα κριτικάροντας την οργανωμένη εκκλησία. Στο Φερνέ οικοδόμησε ένα παρεκκλήσι με την επιγραφή “Deo Erexit Voltaire”.  

Το 1778, διανύοντας το 84ο έτος του, παρευρέθηκε στην πρώτη απόδοση της τραγωδίας του «Ειρήνη» στο Παρίσι. Η υποδοχή του ήταν μια αποθέωση, αλλά η συγκίνηση τον κατέβαλε και πέθανε λίγο αργότερα στην πόλη στις 30 Μαΐου 1778. Προκειμένου να έχει χριστιανική κηδεία είχε υπογράψει μια μερική ανάκληση των γραπτών του. Αυτό θεωρήθηκε ανεπαρκές από την εκκλησία, αλλά αρνήθηκε να υπογράψει μια γενικότερη ανάκληση. Σε έναν φίλο έδωσε την ακόλουθη γραπτή δήλωση: “Πεθαίνω λατρεύοντας το Θεό, που αγαπά τους φίλους μου, που δεν μισεί τους εχθρούς μου και που απεχθάνεται την καταπίεση.” 

Ένας ηγούμενος μετέφερε κρυφά το πτώμα του Βολταίρου σε ένα αβαείο στην πόλη Champagne, όπου θάφτηκε. Αργότερα, η Επαναστατική Εθνοσυνέλευση μετέφερε τα λείψανά του με τιμές στο Πάνθεον. Ωστόσο, ο τάφος του καταστράφηκε αργότερα και η σορός του χάθηκε. 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *