The Wild Hotel by Interni

Το The Wild Hotel βρίσκεται στην περιοχή του Καλαφάτη. Προστατευμένο σε μια άκρη της ομώνυμης παραλίας, χτισμένο αμφιθεατρικά, μοιάζει να αγναντεύει τον τόπο στον οποίο κάποτε κατοικούσαν οι πιο τολμηροί και άφοβοι ψαράδες της Μυκόνου, «οι άγριοι» όπως τους αποκαλούσαν οι ντόπιοι, απ’ όπου προέκυψε και η ονομασία του.

Από την πρώτη στιγμή μου θύμισε καταφύγιο. Ένα απομονωμένο καταφύγιο 5 αστέρων με εκλεκτό design. Στο σύνολο του, το οποίο απαρτίζεται από μόλις 40 δωμάτια -κάποια από αυτά με τη δική τους πισίνα- και τους κοινόχρηστους χώρους, επικρατούν οι φυσικές υφές, η πέτρα της Μυκόνου και ο σοβάς. Τα στάχυα στις οροφές, σε μόνιμη κίνηση στον ρυθμό του ανέμου, μου δημιούργησαν μια αίσθηση γαλήνης και ελευθερίας που δεν με άφησε μέχρι τη στιγμή που έφυγα. Και μετά ήταν το άρωμα από το νυχτολούλουδο, το χρώμα από τις βουκαμβίλιες, οι ήχοι των πουλιών και βέβαια αυτή η απίστευτη παραλία που άντε να τη βγάλω από το μυαλό μου… Απόμερη, απάνεμη, δροσερή, μικρή και φιλόξενη, με πρασινογάλανα νερά, περιβεβλημένη από βράχους που μετά από δοκιμή αβλεπί τους συνιστώ για βουτιές. Νομίζω ότι αυτή η παραλία, την οποία συγκαταλέγω στις ασύγκριτες παροχές του Wild Hotel, σε συνδυασμό με τον εν γένει σεβασμό και την αισθητική των ιδιοκτητών αποτελούν το πιο δυνατό χαρτί του ξενοδοχείου.

Επειδή μιλάμε όμως για Interni, δεν μπορώ να μην αναφερθώ και στα design έπιπλα που δένουν με τα χειροποίητα φωτιστικά, τα artisanal αντικείμενα και τις αντίκες, στα υφάσματα από βαμβάκι, λινό και μαλακό δέρμα που σε υποδέχονται στις σουίτες, στα χειροποίητα πατώματα… Η Σοφία Απέργη και η Ματίνα Καραβά που επιμελήθηκαν την αρχιτεκτονική του κτίσματος, εμφανώς ακολούθησαν τα πρότυπα της κυκλαδίτικης αρχιτεκτονικής, άντλησαν έμπνευση και δύναμη από το τοπίο και φρόντισαν το αποτέλεσμα να εναρμονίζεται αβίαστα με το περιβάλλον.

Τέλος η Taverna, δηλαδή το εστιατόριο του Wild Hotel, υιοθετεί την φιλοσοφία του slow food και εστιάζει στη νοστιμιά του ελληνικού φαγητού. Η σεφ, Μάρω Διακάτου, που γνωρίζει σε βάθος την ελληνική γαστρονομία, συλλέγει τα λαχανικά της από τα κτήματα του νησιού, τα ψάρια της από τους Μυκονιάτες ψαράδες -συχνά αυθημερόν-, ενώ και τα τυριά, τα κρέατα, τα θαλασσινά είναι όλα από τοπικούς παραγωγούς. Οι πίτες της με ανοιγμένο στο χέρι φύλο και κάθε της πιάτο μαγειρεμένο αργά, όπως έκαναν οι γιαγιάδες μας, συμπληρώνουν ένα μενού που συμφωνήσαμε όλοι ότι ξυπνά μνήμες.

Φεύγοντας κράτησα την αίσθηση ότι εδώ συναντάς μια άλλη Μύκονο. Μια Μύκονο πιο αυθεντική, που κινδυνεύει να χαθεί από την τρέχουσα ανάπτυξη. Μια Μύκονο πιο σαγηνευτική και πιο άγρια, όπως εκείνη που άλλοτε ερωτεύτηκαν οι bon viveurs, οι καλλιτέχνες, τα ελεύθερα πνεύματα και οι εκλεκτικοί ταξιδιώτες.

Κέλλυ Σταυροπούλου
vogue.gr

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *