της Μαρίας Βόλλη
Το tango είναι μουσική, είναι χορός, είναι ένα συναίσθημα που σε κατακτά…
Το tango προκαλεί ένταση, πάθος, συγκίνηση. Το tango είναι μαγεία, είναι μια θρησκεία ρευστή, απελπισμένη και κομψή, που μιλάει στο σώμα και ξέρει να δονεί την ψυχή.
Σύμφωνα με τον κοσμοπολίτη συγγραφέα Πολ Μοράν (1888-1976) το tango “είναι ένας τρυφερός, αισθησιακός, τελετουργικός ύμνος καθαρά επηρεασμένος από την ιταλική κουλτούρα – το tango μιλάει την ανδαλουσιάνικη γλώσσα με ναπολιτάνικη προφορά, συνοδευμένο από τον ήχο του γερμανικού ακορντεόν…” . Ο ιστορικός, συγγραφέας και ποιητής του tango Φρανσίσκο Γκαρσία Χιμένες (1899-1983) σημειώνει ότι “το tango χρησιμοποιούσε το νυσταλέο σφίξιμο της κουβανέζικης habanera, το σταύρωμα της εύθυμης milonga, το στροβίλισμα του fandango και τον διπλό ρυθμό των τύμπανων του αφρικάνικου candombe”.
Στην πραγματικότητα το tango αποτελεί κράμα πολλών διαφορετικών ρυθμών, είναι ένα μουσικό μωσαϊκό του πεπρωμένου της Αργεντινής που περιέχει την ιστορία, τα πάθη, το μεγαλείο αλλά και τις κρίσεις αυτής της χώρας. Τον 19ο αιώνα η Αργεντινή, η χώρα της ελπίδας και της προσδοκίας, ήταν η χώρα της απόλυτης ψευδαίσθησης, που δημιουργήθηκε από τη συγχώνευση της ινδιάνικης παράδοσης, της ευρωπαϊκής κουλτούρας και του αφρικάνικου φολκλόρ. Το Μπουένος Άιρες έγινε πρωτεύουσα της χώρας το 1880. Η απότομη ανάπτυξη της πόλης σφραγίστηκε με τον ερχομό εκατομμυρίων μεταναστών κυρίως από την Ιταλία, την Ισπανία, τη Γαλλία, την Πολωνία, τη Ρωσία, την Κούβα και την Ουρουγουάη. Οι αποκαρδιωμένοι μετανάστες έφτασαν στην Αργεντινή με το όραμα ενός καλύτερου αύριο, όμως σύντομα είδαν τα όνειρά τους να θρυμματίζονται.
Οι ντόπιοι αστοί, ενοχλημένοι από την ταραχώδη πληθυσμιακή αυτή εισβολή, εκτόπισαν τους οικονομικούς μετανάστες, οι οποίοι κατέληξαν στοιβαγμένοι σε υποβαθμισμένες φτωχογειτονιές και μικρά δωμάτια, τα “κονβετίγιο” (convetillos). Πολύ γρήγορα δημιουργήθηκε ένας περιθωριακός κόσμος που αναπτύχθηκε στα περίχωρα της πόλης ως το Ρίο ντε λα Πλάτα. Στα τέλη του 19ου αιώνα οι φτωχοί καταυλισμοί αποτελούνταν από μοναχικούς εργάτες, που ψάχνοντας διέξοδο από τη σκληρή πραγματικότητα αναζητούσαν τρυφερότητα και χαρά στα καμπαρέ, στους οίκους ανοχής και φυσικά στη μουσική! Τη μουσική που μόνοι τους δημιούργησαν. Η μουσική που έπαιζαν με αυτοσχέδιες μικρές ορχήστρες στα κακόφημα πορνεία της Μπόκα και τα λασπωμένα στενοσόκακα της Ρεκολέτα δεν ακολουθούσε κανόνες. Ήταν η μουσική της μοναξιάς, της πτώσης και του πόθου. Ήταν η μουσική της λαχτάρας και του πάθους. Ήταν η ψυχή τους…
Επικίνδυνος ερωτισμός…
Το tango γεννήθηκε όταν το τάνγκο ανδαλούθ έσμιξε με ιταλικές μελωδίες, πολωνικές μαζούρκες, λαϊκούς αργεντίνικους χορούς και τα ρυθμικά τύμπανα των σκλάβων του Ρίο ντε λα Πλάτα. Το tango, ο χορός που σημάδεψε το τέλος του 19ου αιώνα, ήταν το “αμαρτωλό παιδί” της δημοφιλούς milonga, του αφρικάνικου λατρευτικού candombe και της κουβανέζικης habanera. Κατά μια εκδοχή, το tango το χόρεψαν για πρώτη φορά οι “κομπαδρίτο” (compadritos), οι λαϊκοί μάγκες των φτωχών καταυλισμών και των παραγκουπόλεων στα χαμαιτυπεία των φθηνών ποτών.
Το tango γεννήθηκε εκεί όπου οι άντρες αγωνίζονταν για τον αγώνα με κώδικες ανδρείας και παλικαριάς, αρκεί ο “αντίπαλος” να ήταν ισάξιος, αξιότιμος και σεβαστός… Οι Αργεντινοί “κουτσαβάκηδες” χόρευαν μεταξύ τους όχι μόνο για να περνάει η ώρα, αλλά και για να εκφράσουν τον έντονο ανδρισμό τους, που ερχόταν σε αντίθεση με τους ευπρεπείς αστούς. Οι άντρες που χόρευαν tango απέπνεαν έναν υπόγειο και πρόστυχο αισθησιασμό… Ο χορός τους άλλοτε με έντονες αισθησιακές κινήσεις που μιμούνταν τη σεξουαλική πράξη και άλλοτε με φιγούρες που θύμιζαν μονομαχία αρσενικών για μια γυναίκα, υμνούσε την ηδονή που προσφέρει το γυναικείο σώμα. Ο χορός τους υμνούσε το αίσθημα της γιορτής μετά από τη μάχη. Υμνούσε τον κίνδυνο και την παραφορά… Υμνούσε το πάθος που περνούσε πέρα από τα όρια του αισθήματος της αυτοσυντήρησης …
Ο άνδρας κυνηγός… Η γυναίκα θήραμα…
Πολύ γρήγορα το tango βρήκε τον “φυσικό του χώρο” μέσα στα πορνεία. Στην αρχή, οι “ξαναμμένοι” πελάτες για να διασκεδάσουν όσο περίμεναν να εξυπηρετηθούν, χόρευαν μεταξύ τους έναν χορό βάρβαρο, αμοραλιστικό και πικραμένο. Το “κανιέγκε” (canyenge), το “αλανιάρικο” tango των απόκληρων μεταναστών, ήταν ένας χορός όλο ένταση και σιωπή που μιλούσε για τον παράφορο έρωτα του άντρα κυνηγού, που με ζήλια φρουρεί την κυριαρχία του σε γυναίκες θηράματα. Πολύ σύντομα οι άντρες με τις σκληρές χειρονομίες, την αλήτικη συμπεριφορά και το επικίνδυνο βλέμμα επέβαλλαν τον χορό με τις κοπέλες ως απαραίτητο συστατικό της βασικής υπηρεσίας… Ο ερωτισμός στις φιγούρες έγινε ακόμη πιο έντονος, εκφράζοντας μια ηδονή, που ήταν μαζί πόνος και έξαψη. Ο χορός έγινε πιο περίπλοκος, τα πόδια πλέκονταν, ενώ το επάνω μέρος του σώματος παρέμενε αλύγιστο. Το βλέμμα έντονο αλλά απόμακρο εξέφραζε το πάθος της σεξουαλικής επιθυμίας. Το αρσενικό ελέγχει με τα μάτια. Το θηλυκό οδηγείται. Χορεύει.
Το πιάνο, αλλά κυρίως όργανα που μπορούσαν εύκολα να μεταφερθούν, όπως το φλάουτο, το βιολί και το μπαντονεόν (το ιδιότυπο γερμανικό αυτό ακορντεόν, ονομάστηκε έτσι χάρη στον πρώτο του κατασκευαστή Band Union), συνόδευαν στίχους με άμεσες ερωτικές, αν όχι πορνογραφικές, αναφορές. Μελαγχολία, πάθος και μελοδραματισμός, δύσκολοι έρωτες, εγκατάλειψη, προδομένες αγάπες, χαμένα φιλιά… Το tango δεν υμνεί αυτά που έχει κάποιος, αλλά εκείνα που έχει χάσει…
Ο κοφτός, σχεδόν επιθετικός ερωτισμός αυτού του λάγνου χορού κολλούσε τα σώματα και μπέρδευε τις ανάσες. Το ζευγάρι χορεύει με πάθος και το tango γίνεται το κοινό του μυστικό. Μέσα από την ιεροτελεστία του χορού τα πόδια μπλέκονται και στροβιλίζονται σε μια σφοδρή ερωτική μάχη γεμάτη αισθήματα και αγωνία. Μια μάχη που οδηγεί στο τέλος του έρωτα ή στην αρχή του…
Tango: Χορεύοντας με την ιστορία
Το tango των τραμπούκων και των πορνείων του κοσμοπολίτικου λιμανιού του Μπουένος Άιρες ήταν ένα χαρμάνι τραγουδιών και μουσικών παραδόσεων, που σημείωσε την αρχή ενός νέου τρόπου θεώρησης του χορού, πιο ζωντανού και πιο τολμηρού. Πολύ σύντομα έγινε ο αγαπημένος χορός γόνων ευκατάστατων οικογενειών που σύχναζαν σε “πονηρά σπίτια – σαλόνια χορού”. Οι γυναίκες που δούλευαν στους οίκους -οι περισσότερες από τις οποίες ήταν συντηρούμενες ερωμένες των πελατών-, έπρεπε να χορεύουν τέλεια και να γνωρίζουν καλά τους κανόνες του αισθησιακού και ερωτικού αυτού χορού.
Όπως ήταν αναμενόμενο, για τις τίμιες εργατικές οικογένειες και τους αστούς, που διέπονταν από το αυστηρό πνεύμα του ισπανικού καθολικισμού, το tango θεωρήθηκε προκλητικός και άσεμνος χορός, σύμβολο της έκλυσης των ηθών.
Παρ’ όλα αυτά, λίγο πριν τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο στις αρχές του 20ού αιώνα το tango ξεπέρασε τα σύνορα της χώρας και μέσω των Ιταλών μεταναστών εξαπλώθηκε στην Αμερική και την Ευρώπη, γνωρίζοντας τεράστια επιτυχία στη Γαλλία. Ο χορός που ξεκίνησε από τις κακόφημες συνοικίες της Αργεντινής κατέκτησε ολόκληρο τον κόσμο. Ο χορός των περιθωριακών, που ο Πάπας Πίος είχε απαγορεύσει το 1911 ως άσεμνο και διεφθαρμένο, μάγεψε την παρισινή αριστοκρατία, που τότε συγκέντρωνε την αφρόκρεμα της καλής κοινωνίας και της διανόησης.
Στο Παρίσι το tango έγινε μανία. Εκτός του ότι χορευόταν παντού, επηρέασε έντονα και τη μόδα. Οι κορσέδες έγιναν πιο χαλαροί για να διευκολύνουν τις κινήσεις, τα φορέματα έγιναν πιο προκλητικά και ανάλαφρα. Ο ερωτισμός του χορού, ακόμη και στην πιο σεμνή και εξαγνισμένη ευρωπαϊκή εκδοχή του, επέτρεψε να εκδηλωθούν δημοσίως πάθη, που μέχρι τότε η αστική ηθική δεν άφηνε να εξωτερικευτούν.
Από τη στιγμή που η ελίτ της γαλλικής αριστοκρατίας αποδέχτηκε με τέτοια θέρμη το tango, ο χορός εξαγνίστηκε και στη συνείδηση των αργεντινών αστών, που διακατέχονταν από έναν άκρατο μιμητισμό προς οποιαδήποτε γαλλική πρόταση. Σύντομα το tango θα γίνει το πιο διάσημο εξαγώγιμο προϊόν της Αργεντινής και βασικό στοιχείο της εθνικής ταυτότητας της χώρας. Στα τέλη της Μπελ Επόκ ο χορός που έμοιαζε με ερωτική πράξη, επιτέλους νομιμοποιείται στην πόλη που γεννήθηκε.
Στο Μπουένος Αϊρες ανοίγουν δεκάδες καμπαρέ με αίθουσες χορού και ορχήστρες. Η θλιμμένη ψυχή των φτωχών προαστίων χτυπάει πλέον στο κέντρο της πόλης. Οι στίχοι όμως είναι πιο αθώοι και ρομαντικοί, ο χορός δεν είναι τόσο σεξουαλικός και επιθετικός και η μουσική λιγότερο γρήγορη. Ο πρώην βλάσφημος και απαγορευμένος χορός παρέμεινε η ουτοπία της απόλυτης ένωσης: το ζευγάρι που χορεύει δοκιμάζει τη δυνατότητα της συμφωνίας και την πιθανότητα της ολοκλήρωσης. Το ζευγάρι στο tango αντιπροσωπεύει το ζευγάρι στη ζωή!
Σύμφωνα με τον μεγάλο Αργεντινό συγγραφέα Ερνέστο Σάμπατο, είναι προϊόν επιμειξίας μουσικών και χορών, που έφερναν οι μετανάστες από τις πατρίδες τους, με έντονο το ερωτικό στοιχείο. Είναι το τραγούδι του μοναχικού άνδρα, του “πορτένιο”, που εκφράζει την επιθυμία και τη νοσταλγία του για μία γυναίκα και σε πολλές περιπτώσεις το ανικανοποίητο του έρωτά του. Είναι ένας χορός ενδοστρεφής και ενδοσκοπικός, αντίθετα με άλλους χορούς που είναι εξωστρεφείς και χαρωποί. «Ο “πορτένιο” χορεύει ένα tango για να σκεφθεί την τύχη του, που δεν του φέρθηκε ευνοϊκά» τονίζει ο Σάμπατο.
Μεγάλη ώθηση στο tango έδωσε το μπαντονεόν, που αποτελεί το σήμα κατατεθέν του. Είναι ένα είδος ακορντεόν με ήχο συναισθηματικό, βαθύ και δραματικό, που εκφράζει τέλεια τους καημούς του «πορτένιο». Ο συνθέτης και βιρτουόζος του μπαντονεόν Άστορ Πιατσόλα (1921-1992) ήταν ο αυτός που έβαλε το tango αίθουσες συναυλιών, ενώ μεγάλη ήταν και η συνεισφορά του κορυφαίου τραγουδιστή του είδους Κάρλος Γκαρντέλ (1890-1935).
Κάρλος Γκαρντέλ
Στη δεκαετία του 1920 κάνει την εμφάνισή του ο Κάρλος Γκαρντέλ και με την υπέροχη φωνή και τη δραματική του έκφραση υψώνει την ερωτική λαχτάρα του χορού σε κάτι μοναδικό. Το όνομά του συνδέθηκε με τη μετάβαση του tango από μουσική του υποκόσμου σε απόλυτα σεβαστό χορό της μεσαίας τάξης. Ουσιαστικά με την έκφρασή του άλλαξε τον τρόπο ερμηνείας του tango, χωρίς να αλλοιώσει την αίσθηση της αυθεντικότητάς του.
Είναι ο άνθρωπος που σφράγισε με τη φωνή και τη γοητεία του το tango. Οι θαυμαστές του τον αποκαλούσαν «Καρλίτος», «Βασιλιά του Τango», «Μάγο» (El Mago) και περιπαικτικά «Ο Μουγκός» (El Mudo).
Το ρομαντικό είδωλο της Αργεντινής με τα εβένινα μαλλιά, το ερωτικό ύφος και την αρρενωπή όψη κλασικού Λατίνου εραστή ξεκίνησε από το Μπουένος Άιρες και κατέκτησε την παγκόσμια αποδοχή, απαλλάσσοντας τα βήματα του tango από τις αμφιβόλου ηθικής κατηγορίες που το ακολουθούσαν. Ο εθνικός βάρδος, που γεννήθηκε στην Τουλούζη της Γαλλίας στις 11 Δεκεμβρίου του 1890, μεγάλωσε και καταξιώθηκε στην Αργεντινή ξελογιάζοντας με τη βαθιά, μελοδραματική φωνή του.
Το πραγματικό όνομά του ήταν Σαρλ Ρομιό Γκαρντέλ ή Γκαρντές. Σε ηλικία 27 μηνών βρέθηκε μαζί με τη μητέρα του στην Αργεντινή, στη συνοικία Αμπάστο του Μπουένος Άιρες. Άρχισε την καριέρα του σε ηλικία 23 ετών, τραγουδώντας σε μπαρ και γιορτές. Αργότερα συνεργάστηκε με τον Χοσέ Ρασάνο, με τον οποίο ερμήνευε κυρίως παραδοσιακά τραγούδια. Στη συνέχεια πρωταγωνίστησε στο λεγόμενο tango-cancion και το πρώτο του τραγούδι “Mi noche triste” (“Θλιμμένη νύχτα μου”) έγινε τεράστια επιτυχία σε όλη τη Λατινική Αμερική.
Τραγουδώντας το 1917 το “Mi noche triste” γίνεται ο πρόδρομος της χρυσής εποχής του tango. Τα τραγούδια που ερμηνεύει όλο πάθος, διηγούνται ιστορίες ερωτικής προδοσίας και περιγράφουν μελαγχολικά συναισθήματα για τη ματαίωση των προσδοκιών και την ξενιτιά.
Ο Γκαρντέλ γνώρισε την αποθέωση σε όλη τη Νότια και Κεντρική Αμερική, αλλά και στην Ευρώπη, όπου εμφανίστηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1920. Πρωταγωνίστησε, επίσης, σε κινηματογραφικές ταινίες με θέμα το tango και τη μουσική του.
Το tango μεσουρανούσε όταν η οικονομία της Αργεντινής, η οποία δεν είχε ανακάμψει από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, χτυπήθηκε ξανά από το περίφημο κραχ του 1929. Η αισιοδοξία των πρώτων μεταναστών για μια καλύτερη τύχη μετατράπηκε σε απογοήτευση που πέρασε και στους στίχους του tango. Οι συμβολισμοί της μοναξιάς, της αποτυχημένης αγάπης και των όλο νοσταλγία αναμνήσεων εξέφραζαν τη συνολική απογοήτευση μπροστά στα νέα οικονομικά και κοινωνικά δεδομένα
Ο πρόωρος θάνατος του Γκαρντέλ στο απόγειο της καριέρας του σε αεροπορικό δυστύχημα στις 24 Ιουνίου του 1935 επισφράγισε τις δυσκολίες των μεταναστών, βύθισε τη χώρα στο πένθος και τον μετέτρεψε σε τραγικό ήρωα που απέκτησε διαστάσεις θρύλου. Εκατομμύρια άνθρωποι έκλαψαν για τον χαμό του, ενώ η σορός του “ταξίδεψε” στην Κολομβία, στις ΗΠΑ και τη Βραζιλία.
Μεγάλες επιτυχίες του Γκαρντέλ θεωρούνται τα τραγούδια: Mano a Mano (Χέρι με Χέρι), Noche Fria (Κρύα βραδιά), Me da pena confesarlo, Tomo y obligo, Amor (Αγάπη), Mi Buenos Aires querido (Αγαπημένο μου Μπουένος Άιρες), Cuesta abajo, Amores de estudiante (Μαθητικοί Έρωτες), Soledad (Μοναξιά), Volver (Η επιστροφή), Por una cabeza (Με βραχεία κεφαλή) και El día que me quieras.
Από τη χρυσή εποχή στο tango Nuevo και τον Άστορ Πιατσόλα
Μετά το θάνατο του Γκαρντέλ το tango ακολούθησε πολλούς και διαφορετικούς δρόμους. Εξαπλώθηκε στους δρόμους, στα καφενεία, σε αριστοκρατικές αίθουσες, όπως η Teatro Opera και βέβαια στις σχολές, όπου διδάσκεται μέχρι σήμερα. Τα θέματά του τόσο πολλά, τόσο πολύπλοκα και τόσο αντιφατικά ενέπνευσαν πολλούς Αργεντινούς συγγραφείς, που αναζήτησαν στις ρίζες του tango την κουλτούρα του έρωτα, της νοσταλγίας, της φυγής και του χωρισμού. Από τα ίδια θέματα εμπνεύστηκαν και ταλαντούχοι μουσικοί της χρυσής εποχής (1935-1952), που παρουσίασαν συνθέσεις με υψηλές δραματικές δυνατότητες.
Ιδιαίτερα δημοφιλείς ήταν οι μεγάλες ορχήστρες του Χουάν ντ’ Αριένζο, του Φρανσίσκο Κανάρο, του Άνιμπαλ Καρμέλο Τροΐλο, του Κάρλος ντι Σάρλο και του Οσβάλντο Πουλιέσε. Κάθε μια από αυτές τις εξαιρετικές ορχήστρες διατηρούσε το δικό της κοινό, ενώ οι χορευτές ανταγωνίζονταν μεταξύ τους σε δημιουργικότητα και έμπνευση.
Παράλληλα, η επέμβαση των στρατιωτικών οδήγησε στην εμφάνιση ενός “κοινωνικού tango” με στίχους κοινωνικής καταγγελίας. Κατά τα χρόνια της εξουσίας του δικτάτορα Χουάν Περόν (1946-1955), το tango αναδείχτηκε ως η μουσική των φτωχών εργατών, στους οποίους η Αργεντινή μπορούσε ξανά να προσφέρει ελπίδες για ένα σίγουρο μέλλον. Το περονικό καθεστώς κατέστησε το tango, για πολιτικούς λόγους, εθνικό προϊόν. Μετά την πτώση του Περόν και κατά τα δύσκολα χρόνια των εσωτερικών πολιτικών αναταραχών το tango γνώρισε την παρακμή και την παρανομία. Η καταδίωξη των μουσικών από τις στρατιωτικές δικτατορίες που ακολούθησαν, τους ανάγκασαν να εγκαταλείψουν τη χώρα και να εγκατασταθούν στην Ευρώπη, όπου και εξέλιξαν το tango σε όχημα ιδεολογικής και πολιτικής αμφισβήτησης. Με το τέλος των δικτατόρων το 1983 το tango αναβίωσε και ακολούθησε ένα νέο στυλ χορού και μουσικής που εκφράζει τις ελπίδες των Αργεντινών για ευημερία και ανάπτυξη.
Πολύ σημαντικό κεφάλαιο στην ύστερη ιστορία του tango ήταν ο τολμηρός και καινοτόμος μουσικός και τραγουδοποιός Άστορ Πιατσόλα (1921-1992). Ο Πιατσόλα γεννήθηκε στην Αργεντινή από γονείς μετανάστες από την Ιταλία, αλλά πέρασε τα παιδικά και νεανικά του χρόνια στη Νέα Υόρκη. Οι τζαζ επιρροές του Λούις Άρμστρονγκ και η γνωριμία του με τον Κάρλος Γκαρντέλ (μπήκε στην ορχήστρα του παίζοντας μπαντονεόν και ηχογράφησε για τις ταινίες του Γκαρντέλ με την Paramount Pictures) καθόρισαν τις μουσικές επιλογές του. Επέστρεψε το 1937 στην Αργεντινή και ως παιδί θαύμα εμφανίστηκε με διάφορες μπάντες, παίζοντας πάντα με το δικό του ιδιαίτερο στυλ, διαμορφωμένο από τα μουσικά ακούσματα της Αμερικής, χωρίς όμως να γίνει απόλυτα αποδεκτός.
Το 1946 η κακή αντιμετώπιση της μουσικής της ορχήστρας του τον αναγκάζει να φύγει από τη χώρα του. Πηγαίνει στο Παρίσι με υποτροφία και η μαθητεία του κοντά στην περίφημη συνθέτρια και μαέστρο Νάντια Μπουλανζέ, τον βοηθά να επαναπροσδιορίσει τη σχέση του με το tango. Εισάγοντας τη νέα του προσέγγιση στο tango, το nuevo tango, εμπλουτίζει τις ήδη υπάρχουσες αρμονίες και ρυθμούς με στοιχεία από τη μοντέρνα τζαζ, την κλασική αλλά και τη λάτιν μουσική. Το 1960 δημιούργησε το “New Tango Quartet” και από τότε ως αμφιλεγόμενη προσωπικότητα στην Αργεντινή αλλά με ευρύτατη αποδοχή στην Αμερική και την Ευρώπη, παρουσίασε τις διασκευές του σε συναυλίες σε όλο τον κόσμο. Πολλοί θεωρούν ότι ο Πιατσόλα ήταν μια ευφυία, ένας από τους σημαντικότερους μουσικούς της Αργεντινής, ένας μεταρρυθμιστής που κατάφερε μέσα από ιδιαίτερες ενορχηστρώσεις να μετατρέψει τα μουσικά κομμάτια του σε μικρά θεατρικά έργα με προορισμό τα αυτιά και όχι τα πόδια των ανθρώπων… Αυτοσχεδιάζοντας, με βάση την ευρύτατη μουσική του παιδεία, συνέθεσε πάνω από 1.000 κομμάτια, από τα οποία ηχογράφησε περίπου τα 500 και τιμήθηκε με πολλά βραβεία.
“Μια θλιμμένη σκέψη που χορεύεται”
Η εξέλιξη όμως του tango δεν σταμάτησε στον Πιατσόλα. Λίγο μετά το 1983 το tango ξαναγεννήθηκε, επέστρεψε στις χορευτικές αίθουσες και στις καρδιές των ανθρώπων και υμνήθηκε σε ολόκληρο τον κόσμο. Ξανάγινε μια γλώσσα οικουμενική, άλλωστε η οικουμενικότητα ήταν αυτή που γέννησε το tango.
Τεχνικά άρτιες χορευτικές εκτελέσεις, γεμάτες πάθος, αγαπημένες μελωδίες του Γκαρντέλ και του Πιατσόλα ερμηνευμένες από ωραίες, μαγνητικές φωνές και εξαίρετες ορχήστρες γέννησαν έναν νέο δυνατό συνδυασμό χορού και θεάτρου με βάση το αργεντίνικο πάθος. Σύγχρονες χορογραφίες συμπληρώνουν τους βασικούς συνδυασμούς των τριών – τεσσάρων πρωταρχικών βημάτων, καταφέρνοντας κάθε φορά να παρουσιάζουν ένα διαφορετικό tango που ποτέ δεν επαναλαμβάνεται. Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 πολλές χορευτικές ομάδες συμπράττουν με φημισμένες ορχήστρες και διάσημους χορογράφους με αποτέλεσμα το tango να αποκτήσει νέες διαστάσεις.
Αυτό ο χορός είναι μια γιορτή της ζωής, του έρωτα και της φλόγας του κορμιού. Το tango τη μια στιγμή ερωτικό, την άλλη απόλυτα σοβαρό, άλλοτε αιχμηρό και άλλοτε αιθέριο μοιάζει με τη ζωή μας… Ακολουθούμε τον ρυθμό με πειθαρχία, αλλά αυτοσχεδιάζουμε με τη μελωδία. Χορεύουμε με το ταίρι μας πάνω σε κάθε νότα και μόλις το εμπιστευτούμε, τότε οι δύο γίνονται ένα. Ένα ζευγάρι που χορεύει tango είναι ένα σώμα με δύο καρδιές και τέσσερα πόδια…
Τελικά το tango είναι μια γλώσσα, όχι με σύμβολα, όπως τα γράμματα, αλλά με κινήσεις. Τις μαθαίνουμε και μετά τις ξεχνάμε… “Ένα μπροστά, δύο πλάι, τρία πίσω, τέσσερα πίσω, πέντε σταυρώνω, έξι να φύγω με το πίσω πόδι…” Σιγά, σιγά τα πόδια ελεύθερα κάνουν τον ένα συνδυασμό πίσω απ’ τον άλλο. Κόβουμε βήματα, βάζουμε φιγούρες, συνεχίζουμε από το τέλος ενός άλλου βήματος. Κάθε tango που χορεύουμε είναι μόνο για μια φορά. Όπως και κάθε στιγμή στη ζωή μας είναι μοναδική…