Πολύ συχνά νιώθουμε συμπόνια όχι γιατί βλέπουμε σ’ αυτόν που πλήττεται από ένα βάσανο ή μια συμφορά στ’ αλήθεια έναν άλλον άνθρωπο που πονάει, αλλά από ασυνείδητη ταύτιση με τον δοκιμαζόμενο.
Δεν πονάμε επειδή κάποιος άλλος πονάει, αλλά γιατί, στην προσπάθεια να ελέγξουμε και να διαχειριστούμε ψυχικά, μέσα μας, τους όποιους μελλοντικούς κινδύνους, τον φόβο της δικής μας εν δυνάμει εκφυλιστικής ασθένειας, του δικού μας επικείμενου αφανισμού, ανιχνεύουμε το κακό που δυνητικά μπορεί να συμβεί σε μας, το αναγνωρίζουμε στην απειλητική εμπειρία, όπως ήδη την βιώνει ένας άλλος, κοντινός η μακρινός μας, άνθρωπος.
Τις περισσότερες φορές που δακρύζουμε από «λύπη» μπροστά στο κακοπάθημα του αδερφού μας, δεν είναι επειδή είμαστε τόσο καλοί άνθρωποι, τόσο ψυχοπονιάρηδες όσο θέλουμε να πιστεύουμε. Απλά εξοστρακίζουμε το κακό από εμάς προκαταβολικά, θρηνώντας για τον ακόμα αβίωτο φόβο και πόνο μας, τον οποίο όμως ήδη σηκώνει ο πλησίον.
Ακόμα και σ’ αυτήν την περίπτωση βοηθιόμαστε και βοηθούμε «συμπονώντας» τον εαυτό μας μέσω του άλλου. Απλώνοντας το χέρι στον άλλον, βοηθιόμαστε πρώτα απ’ όλα οι ίδιοι. Και όσο περισσότερο βοηθιόμαστε εμείς, τόσο πιο γενναιόδωρα θέλουμε να προσφέρουμε.
Είναι παρόλα αυτά πολύ σημαντικό να μην έχουμε ψευδαισθήσεις γι’ αυτό που συμβαίνει μέσα μας. Γιατί όσο πιο έντιμοι είμαστε αυτογνωστικά, τόσο περισσότερο αυθεντικοί θα είμαστε και στις μεταξύ μας σχέσεις και ανταλλαγές. Η ψυχική και σχεσιακή μας ζωή θα έχει και νόημα και ποιότητα.