
Το μότο που προτάσσει ο Φίλιπ Ροθ στο μυθιστόρημά του «Το θέατρο του Σάμπαθ» είναι μια φράση που τη λέει στην πέμπτη πράξη της «Τρικυμίας» του Σαίξπηρ ο Πρόσπερο: «Κάθε τρίτη σκέψη μου θα ‘ναι το μνήμα μου». Ο αναγνώστης θα πρέπει να μείνει στο περιεχόμενό της καθαυτό και να μη συγκρίνει τον κεντρικό χαρακτήρα Μίκι Σάμπαθ με τον αντίστοιχο του Βάρδου, με τον οποίον δεν έχει καμία σχέση.
Πρόκειται για το επιδεικτικότερο, επιθετικότερο και προκλητικότερο βιβλίο του Ροθ μετά τη «Νόσο του Πόρτνοϊ» που τον έκανε διάσημο παγκοσμίως. Αλλά το «Το θέατρο του Σάμπαθ» είναι μυθιστόρημα πολύ πιο σύνθετο και φιλόδοξο, και μόνο γιατί αναδεικνύει έναν τόσο σπάνιο όσο και εξωφρενικό –αλλά και απολύτως αληθοφανή– χαρακτήρα όπως ο Σάμπαθ, ο οποίος ως τα μέσα περίπου της αφήγησης δίνει την εντύπωση πως ανήκει στους πλέον μισητούς χαρακτήρες του σύγχρονου μυθιστορήματος. Για να διαπιστώσουμε, ολοκληρώνοντας την ανάγνωση, πως δεν πρόκειται για έναν βδελυρό και θλιβερό Μεφιστοφελή αλλά για πλάσμα εξοργιστικά κωμικό και τραγικό ταυτοχρόνως.
Ένας από τους πλέον εξέχοντες αμερικανούς κριτικούς, ο Ίρβινγκ Ιάου, έγραψε κάποτε πως θα διαπράξει θανάσιμο σφάλμα όποιος θελήσει να διαβάσει για δεύτερη φορά τη «Νόσο του Πορτνόι» με την οποία ορισμένοι, κάπως αυθαίρετα, νομίζω, συγκρίνουν το «θέατρο του Σάμπαθ». Αλλά ζούμε σε μια εποχή όπου πολύ σπάνια τα μυθιστορήματα διαβάζονται για δεύτερη φορά. Το ζήτημα είναι πολλές φορές αν διαβάζονται ολόκληρα έστω και μία φορά, και το «θέατρο του Σάμπαθ» διαβάζεται ολόκληρο και μάλιστα με αυξανόμενο ενδιαφέρον από σελίδα σε σελίδα.
Το εντυπωσιακό επιπλέον είναι πως ο αφηγηματικός καμβάς τούτου του ογκώδους μυθιστορήματος πλέκεται εξ ολοκλήρου σε ένα μόνο πρόσωπο, σε έναν αδηφάγο, μονοδιάστατο, φαινομενικά, χαρακτήρα, πάνω στον οποίον αθροίζονται καταστροφές, δράματα, αθλιότητες και εξοργιστικές υπερβολές. Κι ενώ οι σεξουαλικές περιγραφές είναι κι αυτές θεατρικές (σαν να λαμβάνουν χώρα επί σκηνής), έχεις την αίσθηση ότι η τεστοστερόνη διαποτίζει όλο το βιβλίο, ακόμη και τις αναφορές σε θέματα κουλτούρας. Πρόκειται όμως για απλή αίσθηση.
Κάποιοι στις ΗΠΑ έγραψαν πως ο Σάμπαθ είναι ένας Γαργαντούας του σεξ. Είναι και αυτό – αλλά όχι μόνον αυτό. Πρόκειται για έναν αγοραφοβικό, κλειστοφοβικό τύπο, έναν άνθρωπο της πόλης γεμάτον οργή όχι για τον εαυτό του αλλά για την ίδια τη ζωή που ζει και που δεν θέλει να την αλλάξει. Η ακραία μορφή της μισανθρωπίας συνεπάγεται πως ο μισάνθρωπος συμπεριλαμβάνει στους αποδέκτες του μίσους και τον εαυτό του. Εκείνος που έχει φτάσει σε τέτοιο σημείο δεν διστάζει να εξαπατήσει, να προδώσει, να πει ψέματα, να εκμεταλλευθεί και να προσβάλει όποιον βρει μπροστά του.
Τέτοιος είναι ο αντι-ήρωας του Ροθ που τον παρουσιάζει ως αδίστακτο και ταυτοχρόνως εξωφρενικά αστείο με μια ειρωνεία που σπάει κόκαλα. Πόσο αστείος όμως μπορεί να είναι κάποιος που σχεδιάζει τον θάνατό του; Ο Ροθ εδώ, όπως κι αργότερα, στην εξαίρετη νουβέλα του «Κανένας», συναντά τον Μπέκετ, ο οποίος έλεγε πως ο θάνατος είναι αστείος. Και μόνον αυτός που είναι περισσότερα από όσα μας δείχνει έχει τη δύναμη μέσα από το σκοτάδι να δει τον θάνατο στα μάτια και να τον χλευάσει κατά πρόσωπο.
Εκδόσεις ΠΟΛΙΣ