Οι πρόσφατες καταστροφικές πυρκαγιές προκάλεσαν σοβαρές απώλειες σε ανθρώπινες ζωές, περιουσίες και φυσικούς πόρους και συγκλόνισαν όλους μας, είτε μας επηρέασαν άμεσα είτε όχι. Παρ’ όλο που, φαινομενικά, η ζωή φαίνεται να συνεχίζεται, οι συνέπειες παραμένουν και μεταλλάσσονται.
Η αρχική αναστάτωση και η προσπάθεια κάλυψης των βασικών αναγκών των άμεσα ή έμμεσα πληγέντων δίνουν τη θέση τους στις ψυχολογικές επιπτώσεις, που εμφανίζονται στον απόηχο της καταστροφής. Με αυτήν την έννοια, η κρίση δεν τελειώνει όταν σταματάει ο άμεσος κίνδυνος, αλλά παραμένει έως έναν βαθμό μέχρις ότου οι άνθρωποι επιστρέψουν στην κανονικότητά τους. Οι περισσότεροι άνθρωποι επιδεικνύουν ψυχική ανθεκτικότητα μετά από τέτοιου είδους καταστροφικά γεγονότα και καταφέρνουν σταδιακά να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα. Δεν είναι αυτονόητο ότι μετά από κάτι τόσο τραγικό όλοι όσοι ενεπλάκησαν θα παρουσιάσουν ψυχικές δυσκολίες, όπως μετατραυματική διαταραχή του στρες και άλλα ψυχικά προβλήματα.
Οι αντιδράσεις κάθε ατόμου στο ψυχικό τραύμα εξαρτώνται από πολλούς διαφορετικούς παράγοντες, όπως η φύση του ίδιου του τραύματος, το υποστηρικτικό πλαίσιο που έχει μετά το τραυματικό γεγονός, η ηλικία και οι τυχόν προκλήσεις ψυχικής υγείας που μπορεί να αντιμετώπιζε από πριν.
Παρ’ όλα αυτά, όταν εμφανιστούν τα παρακάτω σημάδια –ενδεικτικά ψυχικών δυσκολιών–, θα ήταν σημαντική η έγκαιρη αντιμετώπισή τους. Αν το άτομο λάβει έγκαιρα βοήθεια και υποστήριξη, μπορεί να προληφθεί η χειροτέρευση των συμπτωμάτων.
Οι πληγέντες χρήζουν άμεσης ψυχοκοινωνικής στήριξης σε πολλαπλά επίπεδα. Αρχικά, βοήθεια στη διαχείριση κρίσης και παροχή πρώτων βοηθειών ψυχικής υγείας και, στη συνέχεια, σε βάθος χρόνου, πιθανή ψυχοθεραπευτική υποστήριξη. Σε αυτό πολύτιμη είναι η βοήθεια της οικογένειας και των φίλων, αλλά και η εξειδικευμένη βοήθεια επαγγελματικών ψυχικής υγείας.
Συνήθως, τα συμπτώματα ξεκινούν νωρίς μετά το τραυματικό γεγονός, αλλά πιο σπάνια μπορεί να εμφανιστούν και αργότερα. Ο φόβος, το άγχος, ο θυμός, η θλίψη ή η ενοχή, είναι όλα συνήθεις και φυσιολογικές αντιδράσεις απέναντι σε ένα τραυματικό γεγονός.
Για να διαγνωστεί με διαταραχή μετα-τραυματικού στρεςένα άτομο, πρέπει να έχει όλα τα ακόλουθα συμπτώματα για τουλάχιστον έναν μήνα, και μάλιστα σε τόσο σοβαρή μορφή που το άτομο να δυσλειτουργεί σε σημαντικούς τομείς της ζωής του (προσωπική, κοινωνική, επαγγελματική ζωή):
Αναβίωση της τραυματικής εμπειρίας με αναμνήσεις, σκέψεις, εικόνες, εφιάλτες, flashbacks, συναισθηματική και ψυχοφυσιολογική αναστάτωση κατά την έκθεση σε ερεθίσματα που θυμίζουν το τραύμα.
Επίμονη τάση αποφυγής ερεθισμάτων που λειτουργούν ως υπενθύμιση της τραυματικής εμπειρίας και απόσυρση, όπου το άτομο σκόπιμα προσπαθεί να αποφύγει σκέψεις, συναισθήματα, μέρη ή καταστάσεις που του θυμίζουν το τραυματικό γεγονός. Μπορεί να εμφανίσει, αντίθετα, και υπερενασχόληση με τα τραυματικά γεγονότα.
Αρνητικές σκέψεις και πτώση της διάθεσης. Στην περίπτωση αυτή παρατηρούνται επίμονες και υπερβολικές αρνητικές πεποιθήσεις σχετικά με τον εαυτό και τους άλλους ανθρώπους, αυτομομφή σχετικά με τα αίτια και τις επιπτώσεις του τραύματος, επίμονα, έντονα και αρνητικά συναισθήματα (π.χ. ντροπή, ενοχή, θυμός, φόβος), συναισθηματική αποστασιοποίηση, απώλεια ενδιαφέροντος για δραστηριότητες που παλαιότερα το άτομο απολάμβανε και του έδιναν χαρά.
Υπερεπαγρύπνηση, όπου το άτομο μοιάζει σαν να βρίσκεται μονίμως σε επιφυλακή. Είναι ευερέθιστο, έχει ξεσπάσματα θυμού, δυσκολεύεται με τον ύπνο και τη συγκέντρωση.
Επίσης, μπορεί να εμφανίσει, παράλληλα, άγχος και κατάθλιψη, χρήση ουσιών, αλκοόλ, διαταραχές διατροφής, διαπροσωπικές δυσκολίες, αυτοκτονικές σκέψεις και συμπεριφορές.
Οι ψυχολόγοι μπορούν να παρέχουν μια ποικιλία σημαντικών υποστηρικτικών υπηρεσιών, όπως να:
-προσφέρουν κρίσιμη συναισθηματική στήριξη μετά από μια καταστροφή,
-βοηθήσουν τα άτομα που επλήγησαν να κατανοήσουν τα συναισθήματά τους (θυμός, πένθος, ενοχή κ.λπ.),
-βοηθήσουν τα άτομα να χτίσουν στις δικές τους, ήδη υπάρχουσες, εσωτερικές δυνάμεις, ώστε να ξεκινήσουν τη διαδικασία αποκατάστασης μετά την καταστροφή,
-δημιουργήσουν δεξιότητες ψυχικής ανθεκτικότητας, ώστε τα άτομα να ξεπεράσουν πιθανά αισθήματα αβοηθητότητας και να περάσουν σε μια μακροπρόθεσμη και πιο ρεαλιστική προοπτική,
-να βοηθήσουν τα άτομα να αποδεχθούν ότι η αλλαγή είναι μια συνεχής εμπειρία,
-να βοηθήσουν τα άτομα να διατηρήσουν την ελπίδα και να λάβουν τη διαβεβαίωση ότι είναι δυνατό κανείς να επανέλθει σε μια ικανοποιητική ζωή και καθημερινότητα μετά την καταστροφή,
-να τα βοηθήσουν να διαμορφώσουν τα προσωπικά τους πλάνα αποκατάστασης μετά την καταστροφή.
Όταν πρόκειται για γονείς, ο ψυχολόγος ακούει τις ανησυχίες τους σχετικά με το πώς θα ανακάμψουν τα παιδιά τους από την καταστροφή και να διαχειριστούν πιθανές και αναμενόμενες προκλήσεις (καινούρια κατοικία, καινούριο σχολείο κ.λπ.).
Τα παιδιά είναι πιο ευάλωτα, καθώς δεν διαθέτουν ακόμη την ψυχική ωριμότητα να επεξεργαστούν τις εικόνες που είδαν, είτε ως άμεσοι παρατηρητές είτε, έμμεσα, μέσω των τραγικών εικόνων των οποίων γίναμε όλοι κοινωνοί από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης.
Ύστερα από ένα καταστροφικό γεγονός, τα παιδιά μπορεί να βιώσουν επίσης ένα εύρος συναισθημάτων, όπως φόβο, θυμό, άγχος, θλίψη ή πένθος, τα οποία είναι φυσιολογικά. Ανάλογα με την ηλικία, οι αντιδράσεις στο γεγονός ποικίλλουν και θεωρούνται αναμενόμενες, καθώς αποτελούν τις προσπάθειες του παιδιού να αντεπεξέλθει στο γεγονός.
Τέτοιες αντιδράσεις μπορεί να περιλαμβάνουν:
-άρνηση να πάει στο σχολείο,
-συμπεριφορές προσκόλλησης στους γονείς,
-πιπίλισμα δαχτύλου ή ονυχοφαγία,
-συνεχιζόμενοι φόβοι για το καταστροφικό γεγονός,
-διαταραχές ύπνου (όπως εφιάλτες, τρόμος ή νυχτερινή ενούρηση),
-απώλεια συγκέντρωσης και ευερεθιστότητα,
-προβλήματα συμπεριφοράς,
-σωματικά συμπτώματα (πόνοι στο στομάχι ή στο κεφάλι, ζάλη),
-απόσυρση από την οικογένεια και τους φίλους, θλίψη, και μειωμένη δραστηριότητα.
Δουλεύοντας με τα ίδια τα παιδιά, οι ειδικοί τα ενθαρρύνουν και τα βοηθούν να αναπτύξουν στρατηγικές αντιμετώπισης, να εγκαθιδρύσουν συνδέσεις με τους άλλους, να βοηθήσουν οικογένειες να εγκαταστήσουν ξανά ρουτίνες και συγκεκριμένα πλαίσια κ.λπ.
Οι γονείς καλό θα είναι να:
-περιορίσουν την έκθεση των παιδιών σε εικόνες και αφηγήσεις που αφορούν το γεγονός μέσω της τηλεόρασης, του Διαδικτύου, του ραδιοφώνου, αλλά και των συζητήσεων που γίνονται στο σπίτι από τους ενήλικες,
-αποφεύγουν τις λεπτομερείς περιγραφές των καταστροφών όταν τα παιδιά είναι παρόντα και να μην τα κατακλύζουν με τυχόν δικά τους συναισθήματα φόβου, θυμού, αγωνίας,
-προωθούν τα νέα που θα δημιουργήσουν ασφάλεια, όπως για τις προσπάθειες που γίνονται από την Πολιτεία για τη φροντίδα των ανθρώπων στις περιοχές αυτές, αλλά και για τις κινήσεις στήριξης και συμπαράστασης από φορείς, Οργανισμούς και ιδιώτες,
-δώσουν χώρο σε δικές τους ερωτήσεις, διατηρώντας την ανοιχτή επικοινωνία μαζί τους, έτσι ώστε να γνωρίζουν τι κατανοούν από τα γεγονότα που συμβαίνουν, τι φοβούνται και τι χρειάζονται από εκείνους στην παρούσα φάση,
-απαντούν μόνο σε αυτά που τους ρωτούν,
-διατηρήσουν τη ρουτίνα και την καθημερινότητά τους, που συμβάλλουν στη διατήρηση αισθήματος ασφάλειας.
Θεοδώρα Αναστασίου
Ψυχολόγος