Παράγοντες της Μοναξιάς

Ο περιορισμένος κοινωνικός κύκλος ενός ατόμου, καθώς και η χαμηλή συχνότητα επαφών με τα μέλη που το αποτελούν, είναι παράγοντες που ενισχύουν τη μοναξιά του.

Οι συναναστροφές με φίλους, θεωρούνται σημαντικότερες, σε σύγκριση με τις επαφές που διατηρούν τα άτομα με μέλη της οικογένειας ή του συγγενικού περιβάλλοντος. Έτσι, τα άτομα, που για μεγάλες χρονικές περιόδους δεν έχουν φίλο/ους, ώστε να μοιραστούν κοινές δραστηριότητες και ενδιαφέροντα, βιώνουν αρκετά υψηλά ποσοστά μοναξιάς.

Αν και σε ορισμένες έρευνες ο αριθμός των φίλων των μοναχικών και μη ατόμων ήταν ο ίδιος, αυτό που φάνηκε να διαφοροποιεί τους δύο πληθυσμούς, ήταν ο βαθμός εγγύτητας σε αυτούς. Ακόμα και μέσα στον γάμο, ο οποίος θεωρείται ο κυριότερος προστατευτικός παράγοντας έναντι της επώδυνης αυτής κατάστασης, οι εμπλεκόμενοι θεωρούν ότι όταν νιώθουν «δεμένοι» και ικανοποιείται η ανάγκη τους για εμπιστοσύνη, τότε νιώθουν λιγότερη μοναξιά.

Παρόμοια ήταν τα αποτελέσματα της έρευνας των Wheeler, και συν., (1983), όπου η ουσία των σχέσεων φαίνεται να είναι ο κυριότερος προβλεπτικός παράγοντας βίωσης μοναξιάς. Επομένως, η ποιότητα και όχι -τόσο- η ποσότητα των κοινωνικών αλληλεπιδράσεων, είναι πιο πιθανό να εντείνει ή να κατευνάζει τη μοναξιά μας.

Πηγαίνοντας την παραπάνω ερμηνεία ακόμη πιο πέρα, αρκετοί ερευνητές υποστήριξαν ότι δεν αρκούν τα ποιοτικά χαρακτηριστικά ενός κοινωνικού δικτύου, ώστε να βγάλουμε ασφαλή συμπεράσματα για το ποσοστό μοναξιάς που βιώνει ένα άτομο. Θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας, πώς το ίδιο το άτομο εκτιμά τις κοινωνικές του επαφές, διότι η μοναξιά μπορεί να είναι το αποτέλεσμα της απόκλισης ανάμεσα στο πραγματικό και επιθυμητό επίπεδο κοινωνικών επαφών.

Τέλος, όπως εύστοχα διαπίστωσε ο Weiss (1973), ο βαθμός ικανοποίησης από τις αλληλεπιδράσεις με τους άλλους, επηρεάζει έμμεσα τα επίπεδα μοναξιάς που βιώνουμε. Όταν οι κοινωνικές μας σχέσεις είναι ανεπαρκείς και δεν μας ικανοποιούν, γινόμαστε πιο μοναχικοί.

Τα χαρακτηριστικά προσωπικότητας και οι ατομικές διαφορές

Αρχικά, κοινωνικο-δημογραφικά χαρακτηριστικά, όπως η ηλικία, το φύλο, η οικογενειακή κατάσταση, η εκπαίδευση και το εισόδημα, μπορούν να περιορίσουν τις ευκαιρίες ενός ατόμου για ουσιαστική ενσωμάτωση σε ομάδες και να αυξήσουν τη μοναξιά του. Αναφορικά με την ηλικία, η μοναξιά βιώνεται εντονότερα στην εφηβεία, στην αρχή της ενηλικίωσής μας, καθώς και μετέπειτα στη ζωή μας (π.χ από 80 ετών και πάνω).

Σε εκτεταμένη έρευνα αναφορικά με τη μοναξιά που βιώνουν ορισμένες ηλικιακές ομάδες, βρέθηκε ότι, το μεγαλύτερο ποσοστό (79%) αναλογεί στους νέους κάτω των 18 ετών. Στις ηλικίες 45-54 ετών το ποσοστό πέφτει αισθητά (53%), ενώ λιγότερο μόνα δήλωσαν πως νιώθουν τα άτομα από 50 ετών και πάνω. Δεν είναι ακόμη ξεκάθαρο για ποιο λόγο συμβαίνει αυτό το «ηλικιακό κενό». Μπορούμε να εικάσουμε όμως ότι τα νέα άτομα είναι πιο πρόθυμα στο να εκφράζουν τα συναισθήματά τους, δίχως να διστάζουν να αναφέρουν ότι αισθάνονται μοναξιά.

Επιπλέον, οι νέοι έχουν να αντιμετωπίσουν περισσότερες κοινωνικές αλλαγές σε σχέση με τα άτομα μεγαλύτερης ηλικίας, όπως, είναι η μετάβαση στο πανεπιστήμιο, η μετακίνηση σε άλλη πόλη για σπουδές, η ευθύνη ενός δικού τους σπιτιού, ακόμα και η πρώτη τους δουλειά, είναι καταστάσεις που μπορούν να τους προκαλέσουν μοναξιά.

Από την άλλη πλευρά, όσο οι άνθρωποι μεγαλώνουν φαίνεται πως διαθέτουν περισσότερες κοινωνικές δεξιότητες, διατηρούν πιο σταθερές κοινωνικές συναναστροφές και οι προσδοκίες τους από αυτές είναι πιο ρεαλιστικές. Τα παραπάνω αποτελούν ανθεκτικούς παράγοντες απέναντι στη μοναξιά.

Αν και περισσότερες γυναίκες σε σχέση με τους άντρες δηλώνουν ότι νιώθουν μόνες τους, εν τούτοις δεν μπορούμε να πούμε με σιγουριά, αν αυτό αποτελεί μια πραγματικότητα ή αν είναι απόρροια άλλων παραγόντων. Πιο συγκεκριμένα, έχει βρεθεί ότι, οι γυναίκες είναι πιο πρόθυμες από τους άντρες να δηλώσουν ότι βιώνουν μοναξιά, ακόμα και αν τους χορηγηθούν ερωτηματολόγια που να περιέχουν οικογένειες λέξεων της παραπάνω έννοιας (όπως, «μόνος», «μοναχικός»).

Μια ακόμη ερμηνεία του παραπάνω ευρήματος είναι ότι οι μοναχικοί άντρες είναι περισσότερο στιγματισμένοι από τις γυναίκες, γεγονός το οποίο επαληθεύεται και μέσα από τις απόψεις του κοινωνικού τους περίγυρο. Ωστόσο, να διευκρινίσουμε ότι τα παραπάνω δηλώνουν τη μεγαλύτερη τάση των γυναικών προς τη μοναξιά, διότι ουσιαστικά οι, μέχρι τώρα, έρευνες έχουν δείξει ότι δεν υπάρχουν στατιστικά σημαντικές διαφορές ανάμεσα στα δύο φύλα, ως προς το ποσοστό της μοναξιάς που βιώνουν.

Ο γάμος, όπως προαναφέρθηκε, αποτελεί τον κυριότερο προστατευτικό παράγοντα έναντι της μοναξιάς με τους άντρες να αναφέρουν ότι αισθάνονται περισσότερη μοναξιά μέσα σε αυτόν. Αν και τα άτομα, μέσω των συντρόφων τους, καλύπτουν τις ανάγκες τους για εγγύτητα, δεσμό και συναισθηματική υποστήριξη, εν τούτοις η μοναξιά ως κατάσταση παρεισφρύει ακόμα και στις ζωές των παντρεμένων ζευγαριών.

Ενδεικτικά, σε έρευνα που διεξήχθη ανάμεσα σε 4.000 Σουηδούς, 18-80 ετών, το 40% των παντρεμένων δήλωσε ότι βιώνει μοναξιά από ορισμένες φορές έως συχνά. Ωστόσο, να αναφέρουμε πως η ποιότητα του γάμου είναι αυτή που θα καθορίσει αν το ζευγάρι θα βιώσει μοναξιά μετέπειτα στη ζωή του.

Στη συνέχεια, το υψηλό μορφωτικό επίπεδο και το αυξημένο εισόδημα σχετίζονται αρνητικά με τη μοναξιά. Υπάρχουν ενδείξεις ότι η μοναξιά απαντάται συχνότερα στους φτωχούς, εάν αναλογιστούμε ότι, οι άνθρωποι είναι πιο εύκολο να διατηρήσουν τις σχέσεις τους, όταν διαθέτουν χρόνο και χρήματα, με σκοπό να απολαμβάνουν τις συναναστροφές τους.

H κατάσταση της υγείας

Η κατάσταση της υγείας ενός ατόμου σχετίζεται με την ποσότητα και την ποιότητα των κοινωνικών του επαφών και συναντάται ως προδιαθετικός παράγοντας μοναξιάς, ιδίως στις μεγαλύτερες ηλικίες. Παραδειγματικά να αναφέρουμε ότι, η εξασθένιση ορισμένων αισθητηριακών λειτουργιών, όπως είναι η ακοή, η περιορισμένη κινητικότητα, καθώς και τα σωματικά συμπτώματα χρόνιων παθήσεων (όπως λόγου χάρη, ο καρκίνος), συμβάλλουν, σε μεγάλο βαθμό, στον κοινωνικό αποκλεισμό των ατόμων και στη βίωση μοναξιάς.

Πολιτισμικοί και κοινωνικοί παράγοντες

Οι κοινωνικοπολιτισμικές αλλαγές στις σημερινές κοινωνίες δεν θα μπορούσαν να αφήσουν ανεπηρέαστα τα άτομα που τις αποτελούν. Η αύξηση της κοινωνικής κινητικότητας, όταν συνδυάζεται με μειωμένες επαφές με τους κοντινούς μας ανθρώπους, αυξάνει τα επίπεδα μοναξιάς που αισθανόμαστε.

Οι κοινωνιολόγοι υποστηρίζουν ότι ορισμένες αξίες της σύγχρονης -και δη της δυτικής- κουλτούρας, όπως είναι ο ανταγωνισμός, η μείωση της συλλογικότητας και η αύξηση του ατομικισμού, δεν έχουν μόνο άμεσες επιδράσεις στη ζωή του ατόμου, αλλά επηρεάζουν έμμεσα και τον τρόπο που διαμορφώνει τα κοινωνικά του δίκτυα.

Εξάλλου, η διαβίωση σε μεγάλα διαμερίσματα, η κοινωνική προκατάληψη και ο φόβος που επισύρει η εγκληματικότητα στις μεγάλες πόλεις, αποτελούν συνθήκες που κάνουν τους ανθρώπους λιγότερο πρόθυμους να εμπλακούν κοινωνικά, ενισχύοντας το αίσθημα του εσωτερικού κενού που βιώνουν.

Τέλος, τα άτομα τείνουν να νιώθουν εντονότερη μοναξιά, όταν οι κοινωνικές τους συναναστροφές δε συμβαδίζουν με τις ανάγκες της ηλικίας τους, όπως αυτές ορίζονται από τις νόρμες της εκάστοτε κοινωνίας. Έτσι, εάν από τον πρώιμο συναισθηματικό δεσμό με τους γονείς μας, δεν υπάρξει μετάβαση σε σχέση με κάποιο σύντροφο, κατά την εφηβεία και αργότερα σε γάμο, στην ενηλικίωση, οι πιθανότητες να νιώθουμε μοναξιά αυξάνονται.

Το γεγονός ότι οι έφηβοι νιώθουν περισσότερο μόνοι όταν περνούν τα Σαββατοκύριακα στο σπίτι, σε σχέση με τις άλλες μέρες, αποτελεί μια ακόμη απόδειξη για την επίδραση της κοινωνικής νόρμας που υποστηρίζει ότι, εκείνες τις ώρες θα έπρεπε να τις περνούν με τους φίλους τους ή διασκεδάζοντας.

Ενδεικτική βιβλιογραφία

  • Dykstra, P. A., van Tilburg, T., & De Jong Gierveld, J. (2005). Changes in older adult loneliness: Results from a seven-year longitudinal study. Research on Aging, 27, 725-747.
  • Pinquart, M., & Sörensen, S. (2003). Risk factor for loneliness in adulthood and old age – Ameta-analysis. In S. P. Shohov (Ed.), Advances in Psychology Research, Vol. 19 (pp. 111-143). Hauppauge, NY: Nova Science Publishers.
  • Rokach, A., & Neto, F. (2005). Age, culture, and the antecedents of loneliness. Social Behavior and Personality, 33(5), 477-494.
  • Savikko, N., Routasalo, P., Tilvis, R. S., Strandberg, T. E., & Pitkälä, K. H. (2005). Predictors and subjective causes of loneliness in an aged population. Archives of Gerontology and Geriatrics, 41, 223-233.
  • Tornstam, L. (1992). Loneliness in marriage. Journal of Social and Personal Relationships, 9, 197-217.
  • Weiss, R. S. (1973). Loneliness: The experience of emotional and social isolation. Cambridge, MA: MIT Press.
  • Wheeler, L., Reis, H., & Nezlek, J. (1983). Loneliness, social interaction, and sex roles. Journal of Personality and Social Psychology, 45, 943-953.
  • Γαλανάκη, Ε. (2015). Μοναξιά. Το παράδοξο της ανθρώπινης φύσης (πρόλ. Γ. Κουγιουμτζάκης). Εκδόσεις: Gutenberg

Δρ. Ευτυχία Παπαγιάννη 
Ψυχολόγος – Ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεύτρια 
www.psychologynow.gr

Photo: Andrea Piacquadio / pexels.com

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *