Μέρος Α’
Η καλή διοίκηση και ηγεσία ενός οργανισμού βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην αλληλεπίδραση των ανθρώπων σε καίριες θέσεις με τους εργαζομένους
της εταιρείας/οργανισμού σε όλους τους τομείς. Η αποτελεσματικότητα αυτής της πρακτικής είναι κάτι που επιβεβαιώνουν πολλοί CEO ανά τον κόσμο.
Η κατοχή ανώτερων θέσεων, βέβαια, διακρίνεται κι από έναν κίνδυνο αδιαφορίας προς το προσωπικό της εταιρείας. Και αυτός ο κίνδυνος είναι ένα πραγματικό πρόβλημα για τα στελέχη και τους ανώτερους ηγέτες. Όσο οι ηγέτες ανεβαίνουν στις τάξεις και στη δομή μιας εταιρείας τόσο περισσότερο κινδυνεύουν να διογκώσουν το «εγώ» τους. Και όσο μεγαλύτερο είναι το «εγώ» τόσο περισσότερο κινδυνεύουν να καταλήξουν σε μια φούσκα, να χάσουν επαφή με τους συναδέλφους τους και το προσωπικό της εταιρείας, και τελικά τους πελάτες τους.
Καθώς ανεβαίνουμε στην ιεραρχία, αποκτούμε περισσότερη δύναμη. Αυτό κάνεις τους ανθρώπους γύρω μας, και κυρίως τους υφισταμένους μας, να θέλουν να μας ευχαριστήσουν ακούγοντας πιο προσεκτικά, συμφωνώντας περισσότερο μαζί μας και γελώντας με τα αστεία μας.
Όλα αυτά τροφοδοτούν το «εγώ». Και όταν το «εγώ» τροφοδοτείται, μεγαλώνει. Ο David Owen, ο πρώην Βρετανός υπουργός Εξωτερικών και νευρολόγος, και ο Jonathan Davidson, καθηγητής ψυχιατρικής και επιστημονικής συμπεριφοράς στο Πανεπιστήμιο Duke, το αποκαλούν «σύνδρομο hubris». Οι ίδιοι ορίζουν αυτό το σύνδρομο ως «διαταραχή της κατοχής της εξουσίας, ιδιαίτερα της εξουσίας η οποία έχει συσχετιστεί με συντριπτική επιτυχία, που πραγματοποιήθηκε για μια περίοδο ετών».
Ένα ανεξέλεγκτο «εγώ» μπορεί να παραμορφώσει την οπτική μας ή να αλλοιώσει τις αξίες μας. Η Jennifer Woo, CEO και πρόεδρος του The Lane Crawford Joyce Group, του μεγαλύτερου λιανικού εμπορίου πολυτελείας στην Ασία, αναφέρει πως «η διαχείριση της επιθυμίας του “εγώ” μας για περιουσία, φήμη και επιρροή είναι η πρωταρχική ευθύνη κάθε ηγέτη». Όταν πιανόμαστε από τις επιθυμίες του «εγώ» για περισσότερη δύναμη, χάνουμε τον έλεγχο. Το «εγώ» μάς καθιστά ευαίσθητους στη χειραγώγηση, περιορίζει το «οπτικό» πεδίο μας και καταστρέφει τη συμπεριφορά μας, προκαλώντας μας συχνά να ενεργούμε ενάντια στις αξίες μας.
Το «εγώ» μας είναι σαν ένας στόχος που έχουμε συνεχώς μαζί μας. Και όπως κάθε στόχος, όσο μεγαλύτερος είναι τόσο πιο εύκολο είναι να χτυπηθεί. Με αυτόν τον τρόπο, ένα διογκωμένο «εγώ» διευκολύνει τους άλλους να μας εκμεταλλευτούν.
Επειδή το «εγώ» μας επιζητά την προσοχή, μπορεί να μας κάνει ευάλωτους στη χειραγώγηση. Μας κάνει προβλέψιμους. Όταν οι άνθρωποι το γνωρίζουν αυτό, μπορούν να μας χειραγωγήσουν. Όταν είμαστε θύματα της δικής μας ανάγκης να θεωρηθούμε υπέροχοι, καταλήγουμε να λαμβάνουμε αποφάσεις που μπορεί να είναι επιζήμιες για τον εαυτό μας, τους ανθρώπους μας και τον οργανισμό μας.
Ένα διογκωμένο «εγώ» καταστρέφει και τη συμπεριφορά μας. Όταν πιστεύουμε ότι είμαστε οι μοναδικοί και κορυφαίοι σε ό,τι κάνουμε και κανένας δεν μπορεί να μας φτάσει, τείνουμε να είμαστε πιο αγενείς, πιο εγωιστές και είναι πιο πιθανό να διακόψουμε τους άλλους την ώρα που μιλούν.
Αυτό ενισχύεται όταν λαμβάνουν κριτικές, κυρίως αρνητικές, ή προερχόμαστε από μια αποτυχία. Με αυτόν τον τρόπο, ένα διογκωμένο «εγώ» μας εμποδίζει να μάθουμε από τα λάθη μας και δημιουργεί ένα αμυντικό τείχος που καθιστά δύσκολο να εκτιμήσουμε τα μαθήματα από την αποτυχία.
Τέλος, ένα διογκωμένο «εγώ» περιορίζει το όραμά μας. Το «εγώ» ψάχνει πάντα πληροφορίες που επιβεβαιώνουν τι θέλει να πιστέψει. Βασικά, ένα μεγάλο «εγώ» δημιουργεί μια ισχυρή προκατάληψη επιβεβαίωσης. Εξαιτίας αυτού, χάνουμε την οπτική μας και καταλήγουμε σε μια φούσκα ηγεσίας όπου βλέπουμε και ακούμε μόνο αυτό που θέλουμε και μας εξυπηρετούν.
Ως αποτέλεσμα, χάνουμε επαφή με τους ανθρώπους που διοικούμε, την κουλτούρα στην οποία ανήκουμε και, τελικά, τους πελάτες και τα ενδιαφερόμενα μέρη μας.
Πηγή: https://hbr-org.cdn.ampproject.org/
Αρθρογράφος: Rasmus Hougaard και Jacqueline Carter
Επιμέλεια: Άγγελος Χατζηδάκης