της Μαρίας Βόλλη
Το αινιγματικό χαμόγελο της τέχνης! Στις 21 Αυγούστου του 1911 ο γνωστός πίνακας εκλάπη από το Λούβρο και η φήμη του εκτοξεύθηκε παγκοσμίως.
Για τον Νταλί, τον Άντι Γουόρχολ, τον Μάνο Χατζιδάκι μέχρι και τον Νταν Μπράουν, η Μόνα Λίζα υπήρξε η μεγαλύτερη πηγή έμπνευσης. Όμως, γιατί θεωρείται ο καλύτερος πίνακας που έγινε ποτέ;
Πρόκειται για μια γυναίκα με καστανά μάτια και μαλλιά, μεγάλο μέτωπο και στρογγυλό σαγόνι, που έχει χαρακτηριστεί αινιγματική. Το χαμόγελό της μπορεί κανείς να το δει μόνο «έμμεσα» και είναι κάτι το ανεξιχνίαστο. Οι Ιταλοί έχουν μια λέξη που ερμηνεύει αυτό το χαμόγελο: sfumato. Αυτό σημαίνει πως είναι μια θολή, ασαφή εικόνα, μια οπτική ψευδαίσθηση. Όποιος την κοιτάζει δεν μπορεί να είναι σίγουρος για τα συναισθήματά της. Σαν να υπάρχει μία καλυμμένη ασάφεια.
Το μειδίαμά της αποτελεί αίνιγμα όχι μόνο για καλλιτέχνες και επιστήμονες αλλά και απλούς φιλότεχνους. Ο πίνακας θα μπορούσε να παρομοιαστεί ως η καλύτερη απεικόνιση του Θείου. Δεν ξέρουμε τι σημαίνει αυτό το αινιγματικό, άπιαστο και αδιόρατο χαμόγελο. Αναρωτιόμαστε αν είναι καταδεκτική ή απόμακρη. Είναι ένα μυστήριο, ακριβώς όπως ο Θεός. Περιγράφει αυτό που ο άνθρωπος αισθάνεται απέναντι στον Θεό. Η δυνατή και ακίνητη φυσιογνωμία της Τζοκόντα μας θυμίζει τις εικόνες της Παναγίας, όπως τις ζωγράφιζαν οι βυζαντινοί ζωγράφοι και οι Ιταλοί πριμιτίφ συνεχίζοντας μια παράδοση πιο παλιά και από την αρχαϊκή Δήμητρα ή από τη Μεγάλη Μητέρα της Φύσης της Ανατολής, της Κυβέλης.
Ήταν το 1507, όταν ο πλούσιος έμπορος από τη Βενετία Φραντσέσκο ντελ Τζοκόντο, σύζυγος της Λίζας Γκεραρντίνι, μίσθωσε τις υπηρεσίες του διάσημου Λεονάρντο Ντα Βίντσι, για να ζωγραφίσει το πορτρέτο της γυναίκας του. Όμως, δεν έμελλε ποτέ να πάρει στα χέρια του τον διάσημο πίνακα, που παρήγγειλε για τον εορτασμό της γέννησης του δεύτερού τους γιου.
Ο Ιταλός μετρ δημιούργησε το χαμόγελο με τη μεταβαλλόμενη έκφραση, που έμεινε στην ιστορία. Αυτό της “Μόνα Λίζα”. Ωστόσο, ελάχιστα είναι γνωστά για τη ζωή της Γκεραρντίνι. Γεννήθηκε στη Φλωρεντία και παντρεύτηκε στην εφηβεία της τον Τζοκόντο, (εξ’ ου και το προσωνύμιο της Τζοκόντα), ενώ μαζί έκαναν 5 παιδιά. Μετά τον θάνατο του συζύγου της, έγινε μοναχή, πέθανε το 1542 σε ηλικία 63 ετών και θάφτηκε κοντά στον βωμό της μονής Santa Orsola.
Ο θρυλικός ζωγράφος ξεκίνησε να ζωγραφίζει τη Μόνα Λίζα το 1503 ή το 1504 στη Φλωρεντία, παρ` όλο που αυτές οι ημερομηνίες δεν συμπίπτουν με την ημερομηνία που ο Τζοκόντο παρήγγειλε το πορτραίτο στον Λεονάρντο, δηλαδή στις 3 Νοεμβρίου 1507. Σύμφωνα με τον Τζιόρτζιο Βαζάρι -σύγχρονο του Λεονάρντο- “αφότου ασχολήθηκε επί τέσσερα χρόνια με το έργο, το άφησε ημιτελές.” Πιστεύεται πως το 1516 ο Ντα Βίντσι μετέφερε τον πίνακα από την Ιταλία στη Γαλλία, όταν ο βασιλιάς Φραγκίσκος Α` τον προσκάλεσε να εργαστεί στο Clos Lucé κοντά στο βασιλικό κάστρο στην Αμπουάζ και πως τον ολοκλήρωσε λίγο πριν πεθάνει, το 1519.
Το πιο πιθανό είναι (μέσω των κληρονόμων του βοηθού του Λεονάρντο, του Σαλάι), ότι ο βασιλιάς αγόρασε τον πίνακα και τον τοποθέτησε στο παλάτι της Fontainebleau. Εκεί παρέμεινε μέχρι που δόθηκε στον Λουδοβίκο ΙΔ`, ο οποίος τον μετέφερε στο Παλάτι των Βερσαλλιών. Μετά το τέλος της Γαλλικής Επανάστασης μεταφέρθηκε στο Μουσείο του Λούβρου. Ο Ναπολέοντας τοποθέτησε το έργο στο δωμάτιό του, στο Παλάτι του Κεραμεικού. Από το 1804 ο πίνακας εκτίθεται στο Μουσείο του Λούβρου, αποτελώντας το πιο εμβληματικό του έργο.
Στο πέρασμα των ετών πολλοί αμφισβήτησαν, ότι η γυναίκα που απεικονιζόταν στον πίνακα ήταν η Λίζα Γκεραρντίνι. Οι θεωρίες και οι εικασίες για την ταυτότητα της γυναίκας του πορτρέτου ήταν πολλές… Ίσως ήταν η μητέρα του Λεονάρντο Κατερίνα (ο Sigmund Freud υποστήριζε πως το μειδίαμα της Μόνα Λίζα ήταν αποτέλεσμα ανάκλησης ανάμνησης της μητέρας του ζωγράφου), η Isabella από τη Νάπολη, η Cecilia Gallerani, η Costanza d`Avalos, δούκισσα της Francavilla, η Isabella d` Este, η Pacifica Brandano ή Brandino, η Isabela Gualanda, η Κaterina Sforza, κοντέσα του Forli… Κάποιοι θεώρησαν ότι μπορεί η γυναίκα να ήταν ένα πορτραίτο του ίδιου του da Vinci, λόγω της ομοιότητας των δομών του προσώπου!
Η ταυτότητα της εικονιζόμενης γυναίκας αποκαλύφθηκε το 2005 από έναν ιστορικό στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης, ο οποίος βρήκε ένα σημείωμα του 1503, που έχει γράψει ο Φλωρεντινός αξιωματούχος Αγκοστίνο Βεσπούτσι. Το σημείωμα αποκάλυπτε πως η νεαρή γυναίκα που απεικονίζει ο διάσημος πίνακας, ήταν όντως η Λίζα ντελ Τζοκόντο.
Σύμφωνα με κάποιους μελετητές, η Λίζα ντελ Τζοκόντο ήταν το αντικείμενο και μιας άλλης προσωπογραφίας, αφού εντοπίστηκαν και άλλοι πίνακες στους οποίους αναφέρεται ο Βαζάρι αποκαλώντας τους Μόνα Λίζα. Το 2012 ανακοινώθηκε πως στο Μουσείο ντελ Πράδο υπήρχε ένας πίνακας, που ήταν πιστό αντίγραφο της Μόνα Λίζα και είχε δημιουργηθεί την ίδια χρονική περίοδο με τον αυθεντικό πίνακα. Παλαιότερα, υπήρχε η αντίληψη ότι ο πίνακας ήταν ένα από τα πολλά μεταγενέστερα αντίγραφα του αρχικού έργου. Μετά όμως από επεξεργασία προέκυψε πως το πιο πιθανό ήταν να είχε δημιουργηθεί παράλληλα με τον πρωτότυπο. Ο δημιουργός του αντιγράφου δεν ήταν ο Λεονάρντο, αλλά κάποιος μαθητής του. Ίσως ήταν ο Φραντσέσκο Μέλτσι, που εργαζόταν στο εργαστήριο του Ντα Βίντσι. Ο πίνακας απεικονίζει τη Μόνα Λίζα αρκετά νεότερη σε σχέση με το πρωτότυπο και με φρύδια, κάτι που δεν υπάρχει στον αρχικό πίνακα.
Όταν Ντα Βίντσι παρουσίασε τον πίνακα, οι κριτικοί τέχνης της εποχής δεν τον θεώρησαν σαν ένα εξαίσιο δείγμα της ιταλικής Αναγέννησης. Τον 19ο αι. κάποιοι αναθεώρησαν, όμως παρά τους επαίνους το έργο δεν είχε τη λαϊκή απήχηση άλλων αριστουργημάτων. Ακόμα και στο Μουσείο του Λούβρου δεν ήταν από τα πιο δημοφιλή έργα, αφού στην κορυφή της λίστας βρίσκονταν η Νίκη της Σαμοθράκης και η Αφροδίτη της Μήλου.
Στις 21 Αυγούστου του 1911 η Μόνα Λίζα εκλάπη και ο πίνακας γρήγορα απέκτησε παγκόσμια δόξα. Την επόμενη μέρα, ο ζωγράφος Λουί Μπερού περπατώντας στο Λούβρο πήγει στο Salon Carré, όπου εκτίθονταν η Μόνα Λίζα επί πέντε χρόνια. Στο σημείο όπου έπρεπε να βρίσκεται ο πίνακας, υπήρχαν τέσσερις σιδερένιοι πάσσαλοι. Ο Μπερού ενημέρωσε τον υπεύθυνο της ασφάλειας, οι οποίος πίστευε πως ο πίνακας φωτογραφιζόταν για εμπορικούς σκοπούς. Λίγο πιο μετά, επιβεβαιώθηκε ότι η Μόνα Λίζα δεν βρισκόταν με τους φωτογράφους. Το μουσείο του Λούβρου έκλεισε για μια εβδομάδα, προκειμένου να διευκολυνθεί η έρευνα για την κλοπή.
Οι γαλλικές εφημερίδες και ο παγκόσμιος Τύπος παρουσίασαν τη ληστεία με πηχυαίους τίτλους και σκανδαλοθηρικά εξώφυλλα, την ίδια ώρα που επικήρυξη τοιχοκολλήθηκε σε όλο το Παρίσι για την ανεύρεση του έργου. Πλήθος κόσμου πήγε στα αστυνομικά τμήματα και στο Λούβρο για να δει την αδειανή θέση της Μόνα Λίζα. Σατυρικά σκίτσα, ανέκδοτα ακόμα και τραγούδια κυκλοφόρησαν για την προβεβλημένη κλοπή, κάνοντας τελικά την Τζοκόντα τον διασημότερο πίνακα του κόσμου.
Ο ποιητής Γκιγιόμ Απολλινέρ θεωρήθηκε ύποπτος, συνελήφθη, φυλακίστηκε και προσπάθησε να εμπλέξει στην υπόθεση τον φίλο του Πάμπλο Πικάσο. Ανακρίθηκαν και οι δύο, αλλά απαλλάχθηκαν των κατηγοριών. Ο πίνακας θεωρούταν χαμένος. Δύο χρόνια αργότερα, όμως, ανακαλύφθηκε ο πραγματικός δράστης, ο Ιταλός μετανάστης Βιντσέντσο Περούτζια.
Ο Βιντέντσο ήταν υπάλληλος του Λούβρου, που κρύφτηκε σε μία ντουλάπα και βγήκε από το μουσείο αφού αυτό είχε κλείσει, κρύβοντας τον πίνακα κάτω από το παλτό του. Πίστευε πως έπρεπε να επιστραφεί στην Ιταλία και να εκτίθεται σε ιταλικό μουσείο. Γρήγορα ανακάλυψε ότι δεν είχε κλέψει ένα παλιό ιταλικό αριστούργημα από τις προθήκες του Λούβρου αλλά αυτό που μέσα σε λίγες εβδομάδες μετατράπηκε στον γνωστότερο πίνακα όλων των εποχών. Αφού κράτησε τον πίνακα στο διαμέρισμά του για δύο χρόνια, τελικά συνελήφθη, όταν προσπάθησε να τον πουλήσει στους διοικητές της πινακοθήκης Ουφίτσι στη Φλωρεντία. Η Μόνα Λίζα επέστρεψε τελικά στο Μουσείο του Λούβρου το 1914.
Πηγή έμπνευσης
Ο διάσημος πίνακας αποτελεί πηγή έμπνευσης για μικρούς και μεγάλους. Με πολλή φαντασία,χιούμορ και τη βοήθεια της σύγχρονης τεχνολογίας η διάσημη Τζοκόντα παίρνει διάφορες μορφές και μας εκπλήσσει!
Το 1919 ο ζωγράφος Μαρσέλ Ντισάν σε μια καρτ ποστάλ του έργου ζωγράφισε πάνω από τα χείλη της ένα μουστάκι. Το 1953 ο Σαλβατόρ Νταλί με τη βοήθεια του φωτογράφου Φ. Χάλσμαν και του φωτομοντάζ, έδωσε στη Μόνα Λίζα το δικό του βλέμμα, το τσιγκελωτό του μουστάκι και τα χέρια του να κρατούν δολάρια. Το 1963 ο Αντι Γουόρχολ φιλοτέχνησε τον πίνακα “Thirty are better than one”, που παρουσίαζε 30 φωτογραφίες της Μόνα Λίζα τοποθετημένες σε άναρχη σειρά. Το 1971 ο Ρικ Μεγέροβιτς μεταμφίεσε την Τζοκόντα σε… γορίλα. Το 1972 ο καρτουνίστας Τζωρτζ Πίτσαρντ ζωγράφισε τη Μόνα Λίζα με σκουλαρίκι και τσιγάρο στα χείλη. Το 1992 ο επίσης καρτουνίστας Στιβ Μπεστ παρουσίασε τη Μόνα Λίζα να συγκρατεί το χαμόγελό της. Το 2003 o ζωγράφος Aρτους Πίξελ με το έργο του “Viva Mona Lisa” παρουσίασε 1001 διαφορετικές Mόνα Λίζα, ενώ ο Oυίλιαμ Γκίμπσον έδωσε το όνομά της σε μια πόρνη του κυβερνοχώρου. Το αινιγματικό χαμόγελό της αποτυπώθηκε και στο μπεστ-σέλερ βιβλίο του Νταν Μπράουν “Kώδικας Nτα Bίντσι”.
Ακόμη και η NASA έχει στείλει μέσω λέιζερ σε σεληνιακό δορυφόρο το διάσημο πορτρέτο, ενώ έγινε και μελωδία, που την τραγούδησε ο Nat King Cole λίγο πριν τα μέσα του ʽ60. Όταν το 1965 ο Mάνος Xατζιδάκις βρισκόταν στην Aμερική, μαγεύτηκε από την αινιγματική γοητεία της Nέας Yόρκης, που στα μάτια του φάνταζε σαν μια απόμακρη αλλά και γοητευτική συγχρόνως γυναίκα. Όπως ακριβώς η Mόνα Λίζα. Και δημιούργησε έναν από τους πιο μελωδικούς του δίσκους: “Tο χαμόγελο της Tζοκόντα”.
Η υπερέκθεση της Μόνα Λίζα μπορεί να έχει οδηγήσει το σπουδαίο αυτό έργο στον ευτελισμό. Όμως, όπως όλα δείχνουν, όσα χρόνια κι αν περάσουν, το αινιγματικό πρόσωπό της θα μας συντροφεύει και θα καταλήγει να είναι, ίσως, η πιο όμορφη μελωδία…
Πηγές:
Το χρονικό της τέχνης, Hans Ernst Gombrich. Εκδότης ΜΙΕΤ (Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης)
Mona Lisa: The History of the World’s Most Famous Painting, Donald Sassoon
Leonardo and the Mona Lisa Story: The History of a Painting Told in Pictures, Donald Sassoon
Mona Lisa: The People and the Painting, Martin Kemp & Giuseppe Pallanti
“Η κλοπή της Μόνα Λίζα”, Leader Darian, Εκδόσεις Κέδρος