(9 Οκτωβρίου 1940 – 8 Δεκεμβρίου 1980). Εκτός από την επιτυχημένη σταδιοδρομία του ως τραγουδοποιός και μουσικός, διακρίθηκε επίσης ως ακτιβιστής του 20ού αιώνα,
υιοθετώντας έντονη δράση σε κοινωνικά ζητήματα, ειδικότερα ως ηγετική μορφή του κινήματος ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ. Η μουσική του επηρέασε πολλούς δημιουργούς και θεωρείται από τους πιο δημοφιλείς και πολυδιασκευασμένους τραγουδοποιούς.
Ο Τζον Ουίνστον Λένον γεννήθηκε στο Λίβερπουλ στις 9 Οκτωβρίου 1940, κατά τη διάρκεια ενός βομβαρδισμού της πόλης από τη «Λουφτβάφε». Αγαπούσε το γράψιμο και τη ζωγραφική, ενώ το σχολείο τον άφηνε μάλλον αδιάφορο. Φοίτησε στο κολέγιο Καλών Τεχνών του Λίβερπουλ, αλλά δεν υπήρξε ποτέ συνεπής σπουδαστής. Εκεί γνώρισε την πρώτη του γυναίκα, τη Σίνθια Πάουελ, η οποία του χάρισε ένα παιδί, τον Τζούλιαν (1963).
Ο Τζον ζούσε για τη μουσική και τον Μάρτιο του 1957 ίδρυσε την πρώτη του μπάντα, τους Quarrymen, που πήρε το όνομά της από το σχολείο όπου φοιτούσε. Έπαιζαν σκιφλ, ένα είδος φολκ μουσικής με τζαζ και μπλουζ επιρροές.
Στις 6 Ιουλίου 1957 γνώρισε τον Πολ ΜαΚάρτνεϊ, ο οποίος σύντομα έγινε μέλος του συγκροτήματος και ο πατέρας του διέθετε το υπόγειο του σπιτιού για τις πρόβες των Quarrymen. Την εποχή αυτή ο Λένον έγραψε και το πρώτο του τραγούδι «Hello Little Girl», που έγινε αργότερα επιτυχία με τους The Fourmost.
Στο συγκρότημα καταφθάνει με συστάσεις του ΜακΚάρτνεϊ ο νεαρός κιθαρίστας Τζορτζ Χάρισον, που δίνει έναν πιο ροκ χαρακτήρα. Οι Quarrymen μετονομάζονται σε «Johnny and the Moondogs» με τον Λένον να έχει τον πρώτο λόγο, αλλά να μην είναι ικανοποιημένος από τον ήχο τους. Το καλοκαίρι του 1958 ηχογραφούν ένα δίσκο 45 στροφών, που περιέχει δύο τραγούδια, τη σύνθεση των Λένον / ΜακΚάρντεϊ «In Spite of Αll the Danger» και τη διασκευή του κομματιού του Μπαντ Χόλι «That’ ll Be the Day».
Στα μέσα του 1959, η μπάντα άλλαξε το όνομά της σε Beatles και άρχισε εμφανίσεις στο Αμβούργο και στο κλαμπ του Λίβερπουλ Cavern. Εκεί τους ανακάλυψε ο Μπράιαν Έπσταϊν, ο πρώτος τους μάνατζερ, και στις 5 Οκτωβρίου 1962 κυκλοφορούν το παρθενικό τους σινγκλ «Love me Do». Η επιτυχία είναι μεγάλη. Οι Beatles εκτοξεύονται στην κορυφή και μετατρέπονται σε ζωντανό θρύλο. Στα τραγούδια τους συνδυάζουν τη ρεαλιστική προσέγγιση και την εσωτερικότητα του Λένον με την αισιόδοξη ματιά και το μελωδικό χάρισμα του ΜακΚάρτνεϊ. Ο ένας συμπληρώνει τον άλλο και το αποτέλεσμα είναι μοναδικό. Μετά τον θάνατο του Επστάιν αρχίζουν να εμφανίζονται οι πρώτες σκιές στη μπάντα. Ο Μακάρτνεϊ επιζητεί να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο, κάτι που δεν αρέσει στον Λένον, η ερωμένη του οποίου Γιόκο Όνο, αναμιγνύεται όλο και πιο πολύ στις υποθέσεις τους, προκαλώντας την αγανάκτηση των υπολοίπων. Έτσι είναι αναπόφευκτη η διάλυση του συγκροτήματος το 1970.
Από την εποχή των Beatles, ο Λένον είχε ξεκινήσει την προσωπική του μουσική διαδρομή. Με τη συμμετοχή της Γιόκο Όνο ηχογράφησε τρεις δίσκους με πειραματική μουσική κι ένα live στο Τορόντο με τη νεοσύστατη μπάντα των Plastic Ono Band. Μετά τη διάλυση των Beatles και μέχρι τη δολοφονία του το 1981 κυκλοφόρησε μια σειρά άλμπουμ, που δεν έφθαναν στο δημιουργικό ύψος της μουσικής των «Σκαθαριών», αλλά παρουσίαζαν μεγάλο ενδιαφέρον και είχαν απήχηση στο μουσικόφιλο κοινό. Κορυφαία στιγμή υπήρξε αναμφισβήτητα το άλμπουμ Imagine (1971) και το ομώνυμο τραγούδι, που έγινε ο ύμνος του αντιπολεμικού κινήματος.
Στις 31 Αυγούστου 1971 ο Λένον μετακόμισε στη Νέα Υόρκη και δεν επέστρεψε ποτέ στην Αγγλία. Αντιμετώπισε όμως προβλήματα με το αμερικανικό κράτος, καθώς ο πρόεδρος Νίξον έψαχνε τρόπο να τον απελάσει. Δεν του συγχώρεσε ότι ήταν ένα από τα ηγετικά στελέχη του αντιπολεμικού κινήματος, που μαχόταν τη συμμετοχή των Αμερικανών στο Βιετνάμ. Με ευφάνταστους τρόπους και εκμεταλλευόμενος τα ΜΜΕ (Bed-In), προσπάθησε να ευαισθητοποιήσει την παγκόσμια κοινή γνώμη στην υπόθεση της παγκόσμιας ειρήνης. Ο Λένον βρέθηκε και στο στόχαστρο των πανίσχυρων εκκλησιαστικών οργανώσεων, που δεν ξέχασαν τη δήλωση του 1966, ότι «οι Beatles είναι ανώτεροι από τον Θεό».
Το 1973 χώρισε από τη Γιόκο και για δύο χρόνια είχε σχέση με την κινέζα γραμματέα του Μέι Παγκ. Τον Νοέμβριο του 1974 εμφανίστηκε για τελευταία φορά επί σκηνής, συμμετέχοντας σε μια συναυλία του Έλτον Τζον στη Νέα Υόρκη. Το 1975 επανασυνδέθηκε με τη Γιόκο Όνο και στις 20 Μαρτίου παντρεύτηκαν στο Γιβραλτάρ. Στις 9 Οκτωβρίου γεννήθηκε ο γιος τους Σον. Ο Τζον εγκατέλειψε τη μουσική για να αφιερωθεί στη φροντίδα του νεογέννητου παιδιού του. Πέντε χρόνια αργότερα επέστρεψε δυναμικά στη μουσική με το διπλό άλμπουμ «Double Fantasy», που θα αποτελέσει το κύκνειο άσμα της σύντομης, αλλά σπουδαίας καριέρας του.
Στις 8 Δεκεμβρίου 1980 το νήμα της ζωής του κόπηκε από τις σφαίρες ενός θαυμαστή του, του Μαρκ Τσάπμαν, στον οποίον νωρίτερα είχε υπογράψει ένα αυτόγραφο πάνω στο νέο του άλμπουμ. Ο ίδιος, με το μακάβριο χιούμορ που τον διέκρινε, μας είχε προϊδεάσει για το τέλος του: «Να δείτε που θα πάω είτε από αεροπορικό ατύχημα, είτε από σφαίρα κάποιου τρελού θαυμαστή μου» είχε πει σε μια συνέντευξή του πριν από χρόνια.
Πηγή: www.sansimera.gr