Η Σονάτα του Σεληνόφωτος

Το αριστούργημα για το οποίο έλαβε κρατικό βραβείο ποίησης o Γιάννης Ρίτσος (1 Μαΐου 1909-11 Νοεμβρίου 1990).

Ο Γιάννης Ρίτσος, ένας από τους σπουδαιότερους Έλληνες ποιητές με διεθνή φήμη, έφυγε από τη ζωή στις 11 Νοεμβρίου 1990, αφήνοντας πίσω του 50 ανέκδοτες ποιητικές συλλογές. Ενταφιάστηκε τρεις μέρες αργότερα στη γενέτειρά του Μονεμβασιά.

Δημοσίευσε περισσότερα από εκατό ποιητικές συλλογές και συνθέσεις, εννέα μυθιστορήματα, τέσσερα θεατρικά έργα και μελέτες. Το έργο του συμπληρώνουν πολλές μεταφράσεις, χρονογραφήματα και άλλα δημοσιεύματα, ενώ αρκετά από τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε πολλές ξένες γλώσσες. Ανάμεσα στα κορυφαία ποιήματά του είναι ο Επιτάφιος, η Ρωμιοσύνη και Η Σονάτα του Σεληνόφωτος. Το 1975 προτάθηκε για το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας.

«Η Σονάτα του Σεληνόφωτος» (ανάλυση)

Το 1956 ο Γιάννης Ρίτσος γράφει την πρώτη -και ίσως ωραιότερη- εκτενή ποιητική σύνθεση από τις 17 της “Τέταρτης Διάστασης”, που αναδείχθηκε σ’ ένα από τα πιο αγαπημένα ποιήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας∙ τη Σονάτα του Σεληνόφωτος, για την οποία και έλαβε το κρατικό βραβείο ποίησης. Ο τίτλος του ποιήματος, που παραπέμπει στις αντίστοιχες δημοφιλείς συνθέσεις της ευρωπαϊκής μουσικής, οι οποίες διαρθρώνονταν σε δυο έως τέσσερα μέρη και γράφονταν για ένα ή δύο εκτελεστές, αναφέρεται στη διάσημη σονάτα του Λούντβιχ Μπετόβεν, το πρώτο μέρος της οποίας συνοδεύει την ιδιαίτερη αυτή εξομολόγηση της Γυναίκας με τα μαύρα∙ μέρος κι αυτό της σκηνοθεσίας του ποιήματος.

Ο τίτλος της ευρύτερης συλλογής, στην οποία εντάσσεται Η Σονάτα του Σεληνόφωτος «Τέταρτη Διάσταση», αναφέρεται σαφώς στην έννοια του χρόνου∙ έννοια κεντρική για τις περισσότερες ποιητικές συνθέσεις της συλλογής, καθώς το πέρασμα του χρόνου είναι αυτό που στενεύει τα εναπομείναντα περιθώρια ζωής, φέρνει τη φθορά, και εν τέλει υποτάσσει και τους πλέον υψηλόφρονες ανθρώπους.  

Οι συνθέσεις της “Τέταρτης Διάστασης” έχουν παρόμοια μορφή∙ αποτελούν εξομολογητικούς μονολόγους, ηρωικών κυρίως προσώπων από την ελληνική μυθολογία, μπροστά σ’ ένα άλλο άτομο, που παραμένει όμως βουβό. Το πρόσωπο που εξομολογείται αποτελεί ως ένα βαθμό προσωπείο του ίδιου του ποιητή, ο οποίος κάνει αισθητή την πραγματική παρουσία του μόνο στις σκηνοθετικές οδηγίες που συνοδεύουν τις ποιητικές αυτές συνθέσεις.  

Η έμφαση που δίνεται στο φεγγαρόφωτο -ήδη από τον τίτλο- έχει ξέχωρη σημασία, αφού σε αντίθεση με το ζωογόνο φως του ήλιου που καλεί σε δράση, το σεληνόφως απαιτεί τον απολογισμό και την αναπόληση, απαιτεί την αναμέτρηση με το παρελθόν και την αξιολόγηση της ζωής που πέρασε. Στην απολογιστική αυτή διάθεση εξωθείται η ηλικιωμένη ηρωίδα και από την παρουσία του ωραίου νέου, που βρίσκεται, με την ακμή της ηλικίας του, στον αντίποδα της δικής της φθοράς.Τα μαύρα ρούχα και τα κλειστά φώτα υποδηλώνουν μια πένθιμη διάθεση, όπως αυτή αρμόζει όχι μόνο σ’ ένα κυριολεκτικό πένθος, αλλά και στη θλίψη που συνοδεύει το γήρας μιας ζωής που δεν έλαβε την ικανοποίησή της∙ μιας ανεκμετάλλευτης και αδρανούς παρέλευσης των γόνιμων χρόνων της νιότης.

«Απ’ τα δυο παράθυρα μπαίνει ένα αμείλικτο φεγγαρόφωτο.» Το φως του φεγγαριού χαρακτηρίζεται αμείλικτο, υπό την έννοια πως ό,τι θα ακολουθήσει θα είναι μια δίχως υπεκφυγές και δίχως αποκρύψεις εξομολόγηση της ηρωίδας. Το αμείλικτο φως του φεγγαριού δεν επιτρέπει την αίσθηση πως υπάρχουν περιθώρια άλλης αναβολής∙ η ηρωίδα οφείλει να μιλήσει απόψε. Ενώ, η αναφορά στα δύο παράθυρα, έρχεται να τονίσει την παρουσία των δύο αντιθετικών καταστάσεων, του απελπισμένου γήρατος και της ελπιδοφόρας νεότητας.

Άφησέ με νάρθω μαζί σου. Τι φεγγάρι απόψε!
Είναι καλό το φεγγάρι, – δε θα φαίνεται πού ασπρίσαν τα μαλλιά μου.
Το φεγγάρι θα κάνει πάλι χρυσά τα μαλλιά μου. Δε θα καταλάβεις.
Άφησέ με νάρθω μαζί σου.

Η πρώτη στροφή του ποιήματος θέτει εξαρχής τον μελαγχολικό και πικρό τόνο της σύνθεσης. Με σχήμα κύκλου η αρχική φράση ικεσίας επανέρχεται στο κλείσιμο της στροφής, αλλά θα επαναληφθεί αρκετές φορές ακόμη, λαμβάνοντας το συνεκτικό χαρακτήρα μοτίβου.Η ηρωίδα ικετεύει τον νεαρό να της επιτρέψει να τον ακολουθήσει∙ το πού δεν έχει σημασία, αρκεί να απομακρυνθεί από το πένθιμο σπίτι της, αρκεί να ξεφύγει από τη φθορά και τις ματαιώσεις της ζωής της. Αφορμή γι’ αυτή την σχεδόν ερωτική ικεσία δίνει το φεγγάρι, το επιεικές φως του οποίου θα αποκρύψει τα σημάδια του γήρατος. Τα ασπρισμένα μαλλιά της ηρωίδας θα φαίνονται -έστω και για λίγο- και πάλι χρυσά -μεταφορά∙ θα λάβουν εκ νέου το ξανθό τους χρώμα, χάρη στο «καλό» φεγγάρι, που σε αντίθεση με την σκληρή καθαρότητα του ήλιου, επιτρέπει την ψευδαίσθηση και την πρόσκαιρη εξαπάτηση.Το φως του φεγγαριού, λοιπόν, κι η αίσθηση πως υπό το αδύναμο φως του θα μπορέσει να φανεί και πάλι νέα, ωθεί τη γυναίκα να ικετεύσει τον νέο να την αφήσει να τον συνοδεύσει. «Δε θα καταλάβεις», σχολιάζει, αγγίζοντας τα όρια της ταπεινωτικής παράκλησης∙ δε θα καταλάβει πως πλάι του έχει μια ηλικιωμένη γυναίκα∙ θα εξαπατηθεί κι εκείνος οικειοθελώς, επιτρέποντας έτσι και σ’ εκείνη τη λυτρωτική αυταπάτη μιας -τελευταίας ίσως- βραδιάς, πως είναι και πάλι νέα, πως έχει την ευκαιρία να ξεκινήσει από την αρχή, ζώντας επιτέλους όσα εκούσια στέρησε από τον εαυτό της.

Δείτε όλη την ανάλυση εδώ
Διαβάστε όλο το ποίημα εδώ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *