fbpx

Εθελοντές φιλοζωικών μιλούν

«Πίκρα», «θυμός», «στενοχώρια», είναι οι λέξεις που βγαίνουν από την ψυχή τους. Αλλά, σιγά σιγά, κάτι φαίνεται να αλλάζει…

Η Αννα Μαρία Ζαφειριάδου, γέννημα-θρέμμα Θρακιώτισσα, θυμάται μια επίσκεψη σε κινηματογράφο με την τάξη της, όταν ήταν μαθήτρια του δημοτικού. Είχαν δει μια περιπέτεια. Σε μια σκηνή καιγόταν το σπίτι μιας οικογένειας και όταν η ταινία τελείωσε, εκείνη ήταν απαρηγόρητη γιατί δεν είχε δει τι είχε απογίνει ο σκύλος της οικογένειας. Οι συμμαθητές της την κορόιδευαν αλλά δεν την ένοιαζε. Κάθε φορά που σκέφτεται εκείνη τη μέρα, συνειδητοποιεί ότι οι ρίζες της αγάπης της για τα ζώα φτάνουν μέχρι τα παιδικά της χρόνια. Το 2013 ίδρυσε τα «Αδέσποτα Ξάνθης», ένα από τα πιο δραστήρια φιλοζωικά σωματεία της χώρας.

Σχεδόν μία δεκαετία μετά, έχουν αλλάξει πολλά, όπως λέει, για τα ζώα στην Ελλάδα, όμως και πάλι είναι ελάχιστα σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. «Εμείς είμαστε Βαλκάνιοι και οι αλλεπάλληλες κρίσεις των τελευταίων ετών, από τα capital controls μέχρι την πανδημία, δυστυχώς μας κρατούν πίσω. Υπάρχουν αμέτρητα σκυλιά που παραμένουν δεμένα σε αυλές και βαρέλια… Παρ’ όλα αυτά, δεν απελπίζομαι. Βλέπω πολλούς συμπατριώτες μας με φιλοζωική κουλτούρα, όπως και νέα παιδιά να υιοθετούν αδέσποτα, και αισιοδοξώ για το μέλλον».

Τι έχει κερδίσει από τότε που αποφάσισε να αφιερώσει τον εαυτό της στη φροντίδα των ζώων και τι έχει χάσει; «Έχω χάσει καλοκαίρια και χειμώνες. Το καλοκαίρι τα αδέσποτα διψάνε, τον χειμώνα κρυώνουν και το μυαλό μου είναι πάντα εκεί. Έχω χάσει φίλους και τον σεβασμό μου στους ανθρώπους. Πάρα πολλά χρήματα και μια καλή ζωή που είχα. Ένα καθαρό σπίτι. Ας σταματήσω εδώ… Τι έχω κερδίσει; Ωρίμασα. Έμαθα τι σημαίνει αγάπη και δικαιοσύνη κοντά τους. Έμαθα να παλεύω και να μη βολεύομαι. Έγινα δυνατή, γιατί δεν είχα άλλο τρόπο: έπρεπε ή να τα παρατήσω ή να σηκώσω αυτό το τεράστιο βάρος. Πλέον είμαι σε μονόδρομο, πες το και αδιέξοδο. Όλος μου ο χρόνος, όλα μου τα όνειρα είναι μαζί τους. Δεν μετανιώνω, γιατί πολλά γλίτωσαν και χαμογέλασαν χάρη στις προσπάθειές μας. Όμως δεν θα ήθελα τα παιδιά μου να περάσουν αυτό που έζησα και ζω…».

Αντίστοιχες ιστορίες με αυτή της Αννας Μαρίας Ζαφειριάδου θα σας αφηγηθούμε σήμερα 4 Οκτωβρίου, Παγκόσμια Ημέρα των Ζώων. Ιστορίες εθελοντών.

Η ενασχόληση του γεωπόνου Θανάση Χελιώτη με τα ζώα και συγκεκριμένα με τα ιπποειδή ξεκίνησε το 2004, στη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας, στο Ολυμπιακό Κέντρο Ιππασίας Μαρκοπούλου. Λίγα χρόνια μετά, τυχαία, σε μια φιλοζωική εκδήλωση, έμαθε για την ύπαρξη του Ελληνικού Συλλόγου Προστασίας Ιπποειδών, του οποίου σήμερα είναι αντιπρόεδρος. «Πραγματικά, μέχρι τότε δεν είχα ιδέα ότι υπήρχε τέτοιος σύλλογος. Ούτε είχα συνειδητοποιήσει ότι αυτά τα τόσο περήφανα ζώα ήταν τόσο υποβαθμισμένα, τόσο αδικημένα από την ελληνική κοινωνία. Αμέσως θέλησα να ενημερωθώ για τις δράσεις του και επισκέφθηκα τις εγκαταστάσεις του. Αυτό που έπαθα ήταν έρωτας από την πρώτη στιγμή. Και κρατάει γερά μέχρι σήμερα», λέει.

Τι έχει αλλάξει για τα άλογα, τα γαϊδουράκια και τα μουλάρια στη χώρα μας από τότε; «Σχεδόν τίποτα. Τα ζώα –και ειδικά τα ιπποειδή–, όσοι δεν τα αντιμετωπίζουν ως ευκαιρία για κέρδος, τα βλέπουν σαν προέκταση του εγώ τους. Το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι να εξυπηρετήσουν τις δικές τους ανάγκες, για τις ανάγκες των ζώων ούτε λόγος. Αυτή η κουλτούρα δεν αλλάζει με πρόστιμα και καταγγελίες, αλλάζει με την αφύπνιση της νέας γενιάς. Μόνο έτσι σε μερικά χρόνια θα αρχίσουμε να έχουμε θετικά αποτελέσματα».

Ποιος είναι ο δικός του απολογισμός της μέχρι τώρα διαδρομής του ως εθελοντή; «Με τον εθελοντισμό σίγουρα θυσιάζεις χρόνο που θα μπορούσες να αξιοποιήσεις διαφορετικά. Σε πολλές περιπτώσεις ενδέχεται να χάσεις ακόμη και την ψυχική σου ηρεμία. Όταν όμως έχεις μάθει να λειτουργείς με ανιδιοτέλεια, όλα –υποχρεώσεις, πίεση, ευθύνες όλων των “κομματιών” της καθημερινότητάς σου– εξισορροπούν με μαγικό, θαρρείς, τρόπο. Και αυτά που κερδίζεις είναι πολύ περισσότερα από όσα χάνεις. Ειδικά όταν κοιτάζεις ένα ζώο που έχεις σώσει στα μάτια. Όταν του έχεις εξασφαλίσει μια δεύτερη ευκαιρία, μια νέα ζωή…».

Η Νούμπη ήταν η αρχή

Οι περισσότερες ιστορίες εθελοντών ξεκινούν με ένα ζώο. Αυτό συνέβη με τη Λαμπρινή Κουβαρά, ειδική παιδαγωγό και εθελόντρια στη Second Chance Animal Rescue Society (SCARS), οργάνωση που δραστηριοποιείται στα νότια προάστια της Αττικής. «Την πρώτη μου γάτα, τη Νούμπη, την υιοθέτησα τυχαία όταν ήταν τεσσάρων ετών κι εγώ κοντά στα τριάντα πέντε. Η δεύτερη υιοθεσία, του Σουίτι, λίγο καιρό μετά, ήταν η αφορμή της ενασχόλησής μου με τον εθελοντισμό. Μάλλον κάτι υπήρχε μέσα μου και απλώς έψαχνε την αφορμή να εκδηλωθεί. Ένιωσα πως ήθελα να σταθώ στο πλευρό ανθρώπων που φρόντιζαν τα ζώα. Ήταν 2016 όταν ξεκίνησα. Το φιλοζωικό κίνημα στην Ελλάδα νομίζω ότι έχει κάνει αρκετά βήματα· μικρά, ίσως, αλλά προς τη σωστή κατεύθυνση. Η πλευρά των εθελοντών έχει ανοιχτεί περισσότερο στο ευρύ κοινό και γίνεται καλύτερη ενημέρωση των συμπολιτών μας», τονίζει.

«Βέβαια, δεν είναι λίγες οι φορές που αισθανόμαστε θλίψη, απογοήτευση ή και θυμό, ειδικά σε περιπτώσεις κακοποιήσεων ή συλλεκτισμού ζώων, όμως δεν σταματάμε να προσπαθούμε. Κερδίζεις μια εσωτερική πληρότητα όταν αντιλαμβάνεσαι ότι μπορείς να γίνεις μέρος μιας μεγάλης αλυσίδας ενσυναίσθησης και βοήθειας με στόχο όχι απλώς τη διάσωση αλλά και την ευζωία ενός αδέσποτου ζώου».

«Η ελληνική φύση φτωχαίνει με πολύ γρήγορους ρυθμούς»

Ο Μάριος Φουρνάρης, διευθυντής του Συλλόγου Περίθαλψης και Προστασίας Αγριων Zώων «Αλκυόνη» στην Πάρο, ξεκίνησε να ασχολείται με τη φροντίδα της άγριας πανίδας το 1987, ως φοιτητής, όταν βρήκε έναν τραυματισμένο φιδαετό. «Μόνο που από το 1995 που ίδρυσα την “Αλκυόνη” πρέπει να είμαι καθημερινά παρών: εργάζομαι εθελοντικά από το πρωί έως το μεσημέρι και στη συνέχεια εργάζομαι για τον βιοπορισμό μου».

Η φιλοζωική κουλτούρα των Ελλήνων έχει σαφώς βελτιωθεί, όπως εκτιμά, αλλά αυτό αφορά αποκλειστικά τα ζώα συντροφιάς. «Δυστυχώς, για την άγρια πανίδα τα πράγματα πηγαίνουν από το κακό στο χειρότερο. Η ελληνική φύση φτωχαίνει με πολύ γρήγορους ρυθμούς, λίγοι το αντιλαμβάνονται και ακόμα λιγότεροι προσπαθούν να αντιδράσουν στην καταστροφή. Υπάρχουν παραδοσιακές αιτίες γι’ αυτό το πρόβλημα: το κυνήγι, τα φυτοφάρμακα, η καταστροφή των βιοτόπων και των υγροτόπων, τα δηλητηριασμένα δολώματα, τα καλώδια του ηλεκτρικού ρεύματος, ο υπερπληθυσμός των αδέσποτων γατών. Σε αυτά έρχονται να προστεθούν και νέες συμφορές, όπως η νομιμοποίηση της ιερακοθηρίας και η τοποθέτηση ανεμογεννητριών παντού, με άναρχο και ανεξέλεγκτο τρόπο».

Η ζωή του, ως εθελοντή, παρουσιάζει μια τεράστια αντίφαση. «Στην επαφή μου με τα άγρια ζώα κυρίως ωφελούμαι. Απολαμβάνω την ομορφιά τους, επικοινωνώ με την ξεκάθαρη λογική και το ένστικτό τους, σέβομαι την απόσταση που με χωρίζει από τη σοφία τους και παίρνω μαθήματα. Στην καθημερινή μου επαφή με τους ανθρώπους, από την άλλη, σε σχέση πάντα με την “Αλκυόνη”, κυρίως χάνω. Έρχομαι αντιμέτωπος ολοένα και πιο συχνά με αγενείς και επιθετικές συμπεριφορές συμπατριωτών μας, ακόμα και μερικών από όσους τηλεφωνούν για κάποιο τραυματισμένο ζώο. Ταυτόχρονα βιώνουμε ως σύλλογος την απαξίωση από τα όργανα της πολιτείας· φαίνεται αδύνατο έπειτα από 35 χρόνια καθημερινής εθελοντικής προσφοράς –και 16.000 άγρια ζώα που έχουν περάσει από τα χέρια μας– κάποιοι να δεχτούν ότι αξίζουμε τον ελάχιστο σεβασμό…».

Ο Μάριος Φουρνάρης δεν αποκλείει, λοιπόν, το ενδεχόμενο να μπει λουκέτο στην «Αλκυόνη», στο μοναδικό κέντρο περίθαλψης άγριων ζώων με επίσημη άδεια λειτουργίας (και με τις μεγαλύτερες εγκαταστάσεις) στη χώρα. «Δεν θα κρύψω ότι το σκεφτόμαστε σοβαρά», παραδέχεται. «Όχι γιατί έχουμε οικονομικά προβλήματα, όχι γιατί κουραστήκαμε να προσφέρουμε, όχι γιατί μας χρειάζονται οι οικογένειές μας και οι δουλειές μας. Αλλά γιατί δεν αντέχουμε πια κάθε διοικητικός υπάλληλος με ελάχιστη ή μηδαμινή σχέση με την περίθαλψη των άγριων ζώων να παίζει παιχνίδια εξουσίας στην “πλάτη” ενός περιβαλλοντικού οργανισμού με τόσα χρόνια προσφοράς…».

Μια άλλη «ΚΥΝωνία»

Η Ελισάβετ Ηλιάκη γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Νέα Υόρκη. Ενήλικη πια, όταν αποφάσισε να έρθει στην Ελλάδα και να εγκατασταθεί μόνιμα στη γενέτειρα των γονιών της, στα Χανιά, συνειδητοποίησε πόσο σοβαρό είναι το πρόβλημα των αδέσποτων ζώων στην Κρήτη. Ίδρυσε, λοιπόν, το σωματείο «ΚΥΝωνία» και ανέλαβε να οργανώσει το Souda Shelter, ένα καταφύγιο από το οποίο περνούν κάθε χρόνο δεκάδες σκυλιά και γάτες – άρρωστα, χτυπημένα, γέρικα. Η ίδια και οι υπόλοιποι εθελοντές τα περιθάλπουν, τους δίνουν πίσω τη χαμένη τους αξιοπρέπεια και τους βρίσκουν τις οικογένειες που θα τα αγαπούν και θα τα φροντίζουν για πάντα. Τους δείχνουν, δηλαδή, την καλή πλευρά των ανθρώπων…

«Όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, η οικογένειά μου είχε πάντα ζώα», λέει. «Στη δεύτερη τάξη του δημοτικού είχα σκαρφαλώσει σε ένα φράχτη ύψους δύο μέτρων γιατί από την άλλη πλευρά άκουγα ένα γατάκι να κλαίει. Καθώς κατέβαινα, σκάλωσε το παπούτσι μου κάπου, έπεσα και έσπασα το χέρι μου…». Τη ρωτώ αν έχει διαπιστώσει αλλαγές στο πώς αντιμετωπίζονται τα ζώα στη χώρα μας. «Όσο ζούσαμε στις ΗΠΑ ερχόμασταν κάθε καλοκαίρι στην Κρήτη. Οι θείες μου με φοβέριζαν μιλώντας για μικρόβια και αρρώστιες. Κι όταν μια μέρα λυπήθηκα το σκυλί ενός συγγενικού μας προσώπου, που ήταν μονίμως αλυσοδεμένο, και το έβγαλα βόλτα, οι συγχωριανοί μας με κορόιδευαν. Σήμερα οι δρόμοι είναι γεμάτοι ανθρώπους που βγάζουν βόλτα τα ζώα τους. Τα πράγματα έχουν αλλάξει παρά πολύ και συνεχίζουν να βελτιώνονται».

Ο εθελοντισμός έχει πια γίνει τρόπος ζωής για την Ελισάβετ. «Χρειάζεται πολλή αυτοπειθαρχία και υπομονή όταν αποφασίζεις να προσφέρεις ένα μεγάλο μέρος του εαυτού σου –του χρόνου, της ενέργειάς σου– ανιδιοτελώς. Η ανταμοιβή, όμως, είναι ανυπολόγιστης αξίας. Το συναίσθημα που νιώθεις όταν έρχεσαι πρόσωπο με πρόσωπο με το ζώο που έχεις σώσει. Άσε που όταν κάνεις το καλό, φροντίζοντας ζώα ή ανθρώπους, το καλό κάποια στιγμή θα επιστρέψει σε σένα».

«Έχω κερδίσει την αυτοεκτίμησή μου»

Η Κρητικιά Νίκη Μανωλάκη είχε την τύχη να γεννηθεί σε μια οικογένεια που αγαπούσε πολύ τα ζώα. «Φυσικά με τους όρους της εποχής τους, σε ό,τι αφορά τους παππούδες και τους γονείς μου, αλλά με σεβασμό στη φύση, τις ανάγκες και την ευζωία τους», όπως λέει. Ως μαθήτρια δημοτικού είδε για πρώτη φορά ένα γατάκι να ξεψυχά έχοντας φάει τη φόλα κάποιας γειτόνισσας. Τότε γεννήθηκε μέσα της η ανάγκη της δράσης. «Άρχισα να διασώζω και να μεγαλώνω γατάκια που έβρισκα παρατημένα, πολλές φορές πεταμένα σε κάδους. Στην Γ’ Λυκείου μεγάλωνα τέσσερα γατάκια και την περίοδο των πανελλαδικών ξυπνούσα νωρίτερα να τα ταΐσω και μετά να φύγω για το εξεταστικό κέντρο.» Το 2013, έχοντας ολοκληρώσει τις σπουδές της στην Αθήνα, και επιστρέφοντας στη γενέτειρά της, το Ηράκλειο, έγινε εθελόντρια στο καταφύγιο Γουβών. «Βλέποντας τον αγώνα του ιδρυτή του, Μανώλη Σπαθαράκη, που φρόντιζε καθημερινά τα ζώα από το υστέρημά του αποφάσισα να βοηθήσω πιο ενεργά. Σήμερα, κάθε δευτερόλεπτο του ελεύθερου χρόνου μου, μετά την εργασία μου, είναι αφιερωμένο στα ζώα· πολλές φορές, δυστυχώς, ακόμα και σε βάρος και της οικογένειάς μου…».

Πολλά έχουν αλλάξει για τη ζωή των ζώων, λέει η Νίκη. Αλλά κυρίως στην Αθήνα. «Στη επαρχία ο χρόνος μοιάζει να έχει παγώσει. Στην Κρήτη τα αδέσποτα σκυλιά και γατιά είναι αμέτρητα, εγκαταλείπονται παντού, οι ανεξέλεγκτες γέννες συνεχίζονται, η κακοποίηση αγγίζει διαστάσεις πανδημίας και η κατάσταση μοιάζει με βαρέλι δίχως πάτο. Έχουμε πολύ δρόμο μπροστά μας.» Τι της προσφέρει η ενασχόληση με τα ζώα; «Σίγουρα είναι πολλές οι φορές που χάνω την ψυχική μου ηρεμία. Δεν ξέρω τι μου ξημερώνει, τι στενοχώρια θα βιώσω, ποιο πλάσμα θα βρεθεί στο δρόμο μου σε ανάγκη και δεν θα ξέρω πώς να το βοηθήσω. Ακόμα και την την αίσθηση του χρόνου χάνω. Όλα τα μετρώ με το επόμενο ραντεβού στον κτηνίατρο, την επόμενη στείρωση, την επόμενη υιοθεσία, την επόμενη κούτα με κουτάβια ή γατάκια που θα αφήσουν κάπου. Και, φυσικά, με κάθε απώλεια, κάθε ψυχή που δεν μπορέσαμε να σώσουμε. Από την άλλη, το μεγάλο κέρδος είναι η λύτρωση της ψυχής μου. Θεωρώ πως συμβάλλω με τον τρόπο μου να λυθεί κάποια στιγμή ένα τεράστιο κοινωνικό πρόβλημα. Είναι χρέος μου, νομίζω, να επιστρέψω κάτι στην κοινωνία μέσω του εθελοντισμού, να αγωνιστώ για ένα καλύτερο αύριο. Έχω κερδίσει φιλίες ζωής μέσα από αυτή την ενασχόληση και έχω αναπτύξει δεξιότητες που δεν είχα στο παρελθόν. Έχουν ανοίξει οι ορίζοντές μου γνωρίζοντας ανθρώπους από πολλές διαφορετικές χώρες και νοοτροπίες. Έχω, σε τελική ανάλυση, κερδίσει την αυτοεκτίμησή μου καθώς νιώθω περήφανη για όσα κάνουμε.»

Φωτογραφία: Νίκη Μανωλάκη

Τασούλα Επτακοίλη
“Κ” www.kathimerini.gr

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

2 × three =