της Μαρίας Βόλλη
O Γερμανός αρχιτέκτονας, που απέκτησε την ελληνική υπηκοότητα, άφησε διακριτό το αποτύπωμά του στο οικιστικό περιβάλλον της Ελλάδας και ιδιαίτερα της Αθήνας.
Δεν είναι τυχαίος ο χαρακτηρισμός της Αθήνας του 19ου αιώνα ως «Αθήνας του Τσίλλερ». Υπήρξε από τους κύριους εκπροσώπους του νεοκλασικισμού στον ελληνικό χώρο και το έργο του περιλαμβάνει 500 κτίρια, τα οποία σχεδίασε ή κατασκεύασε από το 1870 έως το 1916.
Ο Τσίλλερ (22 Ιουνίου 1837-12 Νοεμβρίου 1923) πήρε τον κληρονομημένο κλασικισμό από τα χρόνια του Όθωνα και τον οδήγησε σε μια αστική ολοκλήρωση. Παίρνοντας ελευθερίες στη σύνθεση γέννησε τον τσιλλερικό κόσμο με τις Καρυάτιδες, τους ερωτιδείς, τις σφίγγες, τους κύκνους, τις ερυθρές μετόπες, τα αγάλματα-στέψεις και τις ζωγραφισμένες εισόδους.
Έφερε πρώτος στην Ελλάδα τον τεχνητό εξαερισμό και την κεντρική θέρμανση. Μεταμόρφωσε την Αθήνα του 19ου αιώνα από χωριό σε ευρωπαϊκή πόλη, προσδίδοντάς της την αρχιτεκτονική ταυτότητα και αισθητική που η πρωτεύουσα του νέου ελληνικού κράτους χρειαζόταν, συνδέοντάς την με το αρχαίο παρελθόν της. Αντικατέστησε τα παντζούρια με ρολά στα μαγαζιά της Αθήνας και κόσμησε τα κτίρια του με χυτοσιδηρά κιγκλιδώματα με σχέδια εμπνευσμένα από τη μυθολογία. Ο Ερνέστος Τσίλλερ είναι ο πρώτος αρχιτέκτονας που χρησιμοποίησε σιδηρά υποστυλώματα στην οικοδομή.
Η συνδρομή του Τσίλλερ στη διαμόρφωση της νέας αρχιτεκτονικής γλώσσας στον τόπο μας (με καταγωγή ανάλογα έργα του Χάνσεν στη Βιέννη) είναι τεράστια. Ένα άλλο είδος στο οποίο διέπρεψε είναι η αρχιτεκτονική θεάτρων, στη ναοδομία, στην αρχιτεκτονική μουσείων. Διέπρεψε και στην εξωτερική διακόσμηση κτιρίων με σφυρήλατα κάγκελα, μπαλούστρα και πήλινες μορφές, αντίγραφα σπουδαίων αγαλμάτων, που τοποθετούσε στις στέψεις των κτιρίων του, και στα εσωτερικά με πλούσιο τοιχογραφικό διάκοσμο.
Έκανε επίσης προτάσεις για νοσοκομεία και λουτρά σε ιαματικά κέντρα, συμμετείχε σε διαγωνισμούς για το Δικαστικό Μέγαρο της Αθήνας και το Υπουργείο των Οικονομικών που έμειναν δυστυχώς στα χαρτιά. Δούλεψε και μελέτησε προβλήματα έξω από την ειδικότητά του, όπως το ζήτημα της αποχέτευσης πόλεων, της λίπανσης των αγρών, της υδροδότησης του λεκανοπεδίου με αποθηκευτικές κατασκευές, εμπνευσμένες από την αρχαιότητα (υδατοφράκτες) και την απόκτηση ενέργειας από ανεμόμυλους.
Ο Έρνστ Μόριτς Τέοντορ Τσίλλερ γεννήθηκε στις 22 Ιουνίου 1837 στο Ζέρκοβιτς της Σαξωνίας και ήταν το μεγαλύτερο από τα δέκα παιδιά του ονομαστού οικοδόμου της περιοχής Κρίστιαν Τσίλλερ. Σπούδασε στο Πολυτεχνείο της Δρέσδης, όπου διακρίθηκε για τις επιδόσεις του και βραβεύθηκε με αργυρό μετάλλιο (1858).
Προσλήφθηκε ως σχεδιαστής στο εργαστήριο του διάσημου Δανού αρχιτέκτονα Θεόφιλου Χάνσεν στη Βιέννη. Ο Χάνσεν έχοντας εκπονήσει την εποχή εκείνη το σχέδιο του μεγάρου της Ακαδημίας Αθηνών, υπέδειξε τον Τσίλλερ για να εποπτεύσει την επίβλεψή του. Έτσι, το 1861 ο νεαρός αρχιτέκτονας ήρθε στην Αθήνα και ανέλαβε την επίβλεψη της ανέγερσης του κτηρίου της Ακαδημίας και εν συνεχεία της Εθνικής Βιβλιοθήκης.
Σ’ ένα ταξίδι του στη Βιέννη την άνοιξη του 1876 γνώρισε την πιανίστρια Σοφία Δούδου, κόρη του Κοζανίτη έμπορου Κωνσταντίνου Δούδου. Ο έρωτας ήταν κεραυνοβόλος και το ζευγάρι ενώθηκε με τα δεσμά του γάμου τον Μάιο της ίδιας χρονιάς. Την ευτυχία τους ήλθε να συμπληρώσει η γέννηση του πρώτου τους παιδιού το 1879. Το ζευγάρι θα αποκτήσει άλλα τέσσερα παιδιά τα επόμενα χρόνια.
Η ταχύτατη επαγγελματική του ανέλιξη και ο γάμος του με Ελληνίδα ήταν οι αποφασιστικοί παράγοντες που τον ώθησαν να εγκατασταθεί μόνιμα στην Ελλάδα και να αποκτήσει την ελληνική υπηκοότητα. Πολύ παραγωγικός αρχιτέκτονας, σχεδίασε και επέβλεψε τουλάχιστον 500 σημαντικά δημόσια και ιδιωτικά κτήρια στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις της Ελλάδος (Πάτρα, Πύργο, Θεσσαλονίκη, Τρίπολη, Ερμούπολη Σύρου κ.ά.). Το 1872 διορίστηκε καθηγητής στο Πολυτεχνείο, ενώ διατέλεσε για λίγο (1884) διευθυντής Δημοσίων Έργων στην κυβέρνηση του Χαρίλαου Τρικούπη.
Αξιόλογα έργα του στην Αθήνα είναι: το Μέγαρο Σλίμαν («Ιλίου Μέλαθρον», 1878-1880), το Δημοτικό Θέατρο Αθηνών (1873-1888, κατεδαφίστηκε το 1939), το Μέγαρο Μελά (1874-1884, το μετέπειτα Κεντρικό Ταχυδρομείο Αθηνών στην Πλατεία Κοτζιά), πολλές αστικές κατοικίες στην Αθήνα (Γουδή, Καλλιγά, Συγγρού, Δεληγιώργη, Σταθάτου κ.ά.] και τον Πειραιά (Ζέα), επαύλεις (Θων στους Αμπελοκήπους, Πεσμαζόγλου στην Κηφισιά) και εξοχικά σπίτια στο Μοσχάτο, τα κτήρια του Γερμανικού και Αυστριακού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου (1887 και 1905 αντίστοιχα), το Εθνικό Θέατρο της οδού Αγίου Κωνσταντίνου (1895), το Ορφανοτροφείο Χατζηκώνστα (1897, κατεδαφίστηκε το 1963), η πρώην Σχολή Ευελπίδων (1894, νυν Πρωτοδικείο Αθηνών), τα Ανάκτορα της οδού Ηρώδου του Αττικού (1890, νυν Προεδρικό Μέγαρο), το Εθνικό Χημείο (1885-1900), το κινηματοθέατρο «Αττικόν» (1870-1881) κ.ά.
Στα εκτός Αθηνών σημαντικά έργα του συγκαταλέγονται: το θέατρο της Ζακύνθου (1871, καταστράφηκε στον σεισμό του 1953 και ανακατασκευάστηκε), το θέατρο της Πάτρας (1872), το Δημαρχείο της Ερμούπολης (1874- 1884), οι αγορές του Αιγίου και του Πύργου, το Δικαστικό Μέγαρο Τρίπολης, το Ελληνικό Προξενείο Θεσσαλονίκης (νυν Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα) κ.ά.
Σημαντική υπήρξε η συμβολή του Τσίλλερ και στην εκκλησιαστική αρχιτεκτονική, με σχεδιασμό ναών, όπως η Φανερωμένη στο Αίγιο (1890-1893), ο Άγιος Αθανάσιος Πύργου (1911), η Αγία Τριάδα Πειραιώς (1915- 1916) και ο Άγιος Λουκάς Πατησίων, κ.λπ.]. Τα περισσότερα σχέδιά του φυλάσσονται στην Εθνική Πινακοθήκη, ενώ ορισμένες μελέτες του βρίσκονται στο Μουσείο Μπενάκη, στο Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο και σε ιδιωτικές συλλογές.
Ο Ερνέστος Τσίλλερ πέθανε στην Αθήνα στις 12 Νοεμβρίου 1923, σε ηλικία 86 ετών.
Αρχαιολογικές μελέτες
Ο Τσίλλερ ασχολήθηκε εντατικά με την αρχαιολογία. Την περίοδο 1864-1869 πραγματοποίησε ανασκαφές για την ανακάλυψη του Παναθηναϊκού Σταδίου, έχοντας νωρίτερα αγοράσει την έκταση για τον συγκεκριμένο σκοπό. Στις δικές του ανασκαφές, αλλά και σε έρευνες των προηγούμενων ετών στηρίχθηκε το σχέδιο ανακατασκευής του Σταδίου από τον Αναστάσιο Μεταξά.
Το 1865 δημοσίευσε τη μελέτη του σχετικά με τον Παρθενώνα με τίτλο “Περί της αρχικής υπάρξεως των καμπυλώσεων του Παρθενώνος”, στην οποία υποστήριξε τη σωστή άποψή του περί ηθελημένης καμπυλότητας, προκειμένου να αναιρέσει ορισμένους ισχυρισμούς της μονογραφίας του αρχαιολόγου Karl Bötticher επί του συγκεκριμένου ζητήματος. Πραγματοποίησε επίσης αρχαιολογικές έρευνες στη Μικρά Ασία για την ανεύρεση της Τροίας, καθώς και αρκετές μελέτες για τα υδατοφράγματα της Αττικής, το Θέατρο του Διονύσου στη νότια κλιτύ της Ακρόπολης, την αρχιτεκτονική δομή του Παρθενώνα κ.ά. Σχεδίασε τα λείψανα των αετωμάτων και είναι από τους πρώτους που κατέγραψαν την πολυχρωμία στα αγάλματα και στα αρχιτεκτονικά μέλη του Θησείου, του Ερεχθείου, του Ναού της Αφαίας στην Αίγινα κ.ά.
Από τις μελέτες αυτές ο Τσίλλερ εμπνεύστηκε τα διακοσμητικά στοιχεία για τις κατοικίες του. Γενικά το ύφος του, εκλεκτικό στο πλαίσιο του νεοκλασικισμού, εμπνέεται από την ελληνική Αρχαιότητα, το Βυζάντιο, την Αναγέννηση, καθώς και από βορειοευρωπαϊκά στοιχεία.
Αξίζει να διαβάσετε
Η Μαριλένα Ζ. Κασιμάτη, δρ Ιστορίας της Τέχνης και επιμελήτρια της Εθνικής Πινακοθήκης (1984-2018) έγραψε το βιβλίο «Αναμνήσεις του Ερνστ Τσίλλερ», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Peak Publishing και περιλαμβάνει τις, για πολλά χρόνια χαμένες, ιδιόγραφες «Αναμνήσεις» του μεγάλου αρχιτέκτονα (Αθήνα 2020, σελ. 249).
Η Μαριλένα Κασιμάτη υποτάσσει το υλικό της πλήρως και το ανασκαλεύει δεξιοτεχνικά, αρχίζοντας την αφήγησή της από το… τέλος, μιλώντας για την κατάληξη του Τσίλλερ (1923) σε πτωχοκομείο κατεστραμμένου πλέον οικονομικά. Υπάρχουν πολλές πτυχές της ζωής του που αποκαλύπτονται ή διαφαίνονται από τις δικές του επιλεκτικές περιγραφές, αλλά αυτό που μοιάζει να έχει μεγαλύτερη σημασία ακόμη και από τα γοητευτικά στοιχεία μιας ρομαντικής ιστόρησης είναι οι βαθμίδες γνώσης και ενδιαφέροντος γύρω από τον ίδιο τον Τσίλλερ τα τελευταία 120 και πλέον χρόνια.
Ένα εξαιρετικό επίμετρο στην έκδοση των «Αναμνήσεων» υπογράφεται από την Ελένη Φεσσά-Εμμανουήλ, από τις ηγετικές μορφές στην έρευνα της νεοελληνικής αρχιτεκτονικής και στα κείμενα αναφέρονται επίσης τόσο η Μάρω Καρδαμίτση-Αδάμη, επίσης κορυφαία ερευνήτρια, ως αποδέκτρια και εκείνη των επιστολών των θυγατέρων του Τσίλλερ, όσο και οι σπουδαίοι παλαιοί διευθυντές της Εθνικής Πινακοθήκης, Μαρίνος Καλλιγάς και Δημήτρης Παπαστάμος, στους οποίους οφείλονται πολλά για την πρόοδο της γνώσης μας στον Τσίλλερ. Επί της ουσίας, οι δύο τελευταίοι διέσωσαν το αρχείο Τσίλλερ και συνέβαλαν στη διάδοση του έργου του, σε μια εποχή κατά την οποία ο κόσμος του Ιστορισμού και της αστικής αναγέννησης της μπελ επόκ δεν συγκέντρωνε πολλούς ερευνητές.