Με κοίταξε άναυδος.
— Με σοβαρά πράματα!
Με έβλεπε, με το σφυρί στο χέρι και τα δάχτυλα μαύρα απ’ το γράσο, σκυμμένο πάνω από ένα αντικείμενο που του φαινόταν πολύ άσχημο.
— Μιλάς όπως οι μεγάλοι.
Ντράπηκα λίγο. Όμως εκείνος πρόσθεσε αμείλικτος:
— Τα συγχέεις όλα… τα μπερδεύεις.
Ήταν πραγματικά έξαλλος. Χρυσά μαλλιά τινάζονταν στον αέρα.
— Ξέρω έναν πλανήτη όπου ζει ένας κύριος κόκκινος σαν τομάτα. Δεν έχει ποτέ μυρίσει ένα λουλούδι. Δεν έχει ποτέ κοιτάξει ένα αστέρι. Δεν έχει ποτέ αγαπήσει κανέναν. Δεν έχει κάνει ποτέ τίποτα άλλο εκτός από προσθέσεις.
Κι όλη τη μέρα επαναλαμβάνει όπως εσύ: «Εγώ είμαι σοβαρός άνθρωπος! Εγώ είμαι σοβαρός άνθρωπος!». Και φουσκώνει από περηφάνια. Όμως δεν είναι άνθρωπος, είναι μανιτάρι!
— Τι είναι;
— Μανιτάρι!
Ο μικρός πρίγκιπας ήταν τώρα χλωμός από θυμό.
— Εκατομμύρια χρόνια τώρα, τα λουλούδια φτιάχνουν αγκάθια. Παρ’ όλα αυτά, εκατομμύρια χρόνια τώρα, τ’ αρνιά τρώνε τα λουλούδια. Και δεν είναι σοβαρό πρόβλημα αυτό, ώστε να προσπαθήσεις να καταλάβεις γιατί τα λουλούδια πασχίζουν να φτιάχνουν αγκάθια που δε χρησιμεύουν σε τίποτα;
Δεν είναι σημαντικός ο πόλεμος των αρνιών με τα λουλούδια;
Δεν είναι πιο σοβαρός και πιο σημαντικός από τις προσθέσεις ενός χοντρού κοκκινομούρη κυρίου;
Κι αν εγώ γνωρίζω ένα λουλούδι μοναδικό στον κόσμο, που δεν υπάρχει πουθενά αλλού παρά μόνο στον δικό μου πλανήτη και που ένα μικρό αρνί μπορεί νατο εξουδετερώσει με τη μία, έτσι, χωρίς να συνειδητοποιεί τι κάνει, ούτε αυτό είναι σημαντικό;
Κοκκίνισε κι ύστερα συνέχισε:
— Αν κάποιος αγαπάει ένα λουλούδι μοναδικό στα εκατομμύρια, δισεκατομμύρια αστέρια, αυτό φτάνει για να είναι ευτυχισμένος όταν τα κοιτάζει.
Σκέφτεται: «Το λουλούδι μου είναι κάπου εκεί…».
Αν όμως το αρνί φάει το λουλούδι, γι’ αυτόν θα είναι σαν να σβήνουν ξαφνικά όλα τ’ αστέρια. Κι ούτε αυτό λοιπόν είναι σημαντικό;
Δεν μπόρεσε να συνεχίσει. Ξέσπασε σε λυγμούς. Είχε νυχτώσει.
Είχα παρατήσει τα εργαλεία μου. Δε μου καιγόταν καρφί για το σφυρί μου, για το μπουλόνι μου, για τη δίψα και για τον θάνατο.
Σ’ ένα αστέρι, σ’ έναν πλανήτη, τον δικό μου, τη Γη, υπήρχε ένας μικρός πργκιπας που χρειαζόταν παρηγοριά.
Τον πήρα στην αγκαλιά μου. Τον νανούρισα. Του έλεγα: «Το λουλούδι που αγαπάς δεν κινδυνεύει…
Θα ζωγραφίσω ένα φίμωτρο για το αρνί σου… Θα ζωγραφίσω μια πανοπλία για το λουλούδι σου. Θα…».
Δεν ήξερα ακριβώς τι έπρεπε να πω. Αισθανόμουν πολύ αδέξιος. Δεν ήξερα πώς να τον πλησιάσω,πού να τον συναντήσω… Είναι τόσο μυστήρια η χώρα των δακρύων!
Αντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερύ (29 Ιουνίου 1900 – 31 Ιουλίου 1944), «Ο μικρός πρίγκιπας» Εκδόσεις Ηριδανός
Γραμμένο το 1940, στις Η.Π.Α. όπου είχε καταφύγει ο Αντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερύ όταν κατέρρευσε η Γαλλία, το μικρό αυτό αριστούργημα πρωτοεκδόθηκε στα γαλλικά στη Νέα Υόρκη κι αμέσως ακολούθησε η μετάφραση του στ’ αγγλικά. Κι ενώ διαρκούσε ακόμη ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, αλλεπάλληλες εκδόσεις του “Μικρού πρίγκιπα” κυκλοφορούσαν γαλλικά στην Ελβετία, τη Λατινική Αμερική, τη Β. Αφρική και το Λίβανο, αλλά και μεταφράσεις του σε πολλές γλώσσες. Ένα χρόνο αργότερα, την 31 Ιουλίου 1944, παραμονή ακριβώς της απελευθέρωσης της Γαλλίας, ο Σαιντ-Εξυπερύ, που εκτελούσε την ένατη πολεμική του αποστολή, ξέρει καλά, ενώ εξαφανίζεται με το αεροπλάνο του στ’ ανοιχτά της Κορσικής, κυνηγώντας γερμανικά καταδιωκτικά, πως ο μικρός του πρίγκηπας έγινε ήδη ένα σύμβολο, ένα φωτεινό σημείο. Έγινε ένα αστέρι συναντίληψης κι επικοινωνίας, όλων εκείνων, που πάνω από τον όλεθρο του πολέμου και τις χιτλερικές θηριωδίες, δεν έπαψαν να μένουν πιστοί στις αξίες του ανθρώπου, στο απαραβίαστο του εσωτερικού του κόσμου, στο δικαίωμά του ν’ αγωνίζεται για να δώσει ένα νόημα στη ζωή, και για την ευτυχία του.
Happy team