Το διαζύγιο φέρνει πολλές αλλαγές στη ζωή τόσο των γονιών όσο και των παιδιών. Ο ένας (συνήθως ο πατέρας) φεύγει από το σπίτι, η επικοινωνία μαζί του γίνεται πιο αραιή, η μητέρα δουλεύει περισσότερες ώρες και αλλάζει το οικονομικό επίπεδο της οικογένειας. Τα παιδιά νιώθουν πολύ πόνο, οργή, θλίψη, ανασφάλεια και φόβο. Αρκετές φορές, αρνούνται να δουν την πραγματικότητα, λέγοντας «δεν έχουν χωρίσει οι γονείς μου, απλά για λίγο καιρό θα μένουν χωριστά» και άλλες φορές γίνονται επιθετικά, ειδικά απέναντι στο γονιό που θεωρούν πως «φταίει» για τη διάλυση της σχέσης. Έχουν την τάση να απομονώνονται, κοιμούνται ανήσυχα και πέφτει η σχολική τους επίδοση. Κάποια παιδιά θεωρούν τον εαυτό τους ένοχο, πως κάτι έχουν κάνει για να φύγει ο γονιός από το σπίτι και ασχολούνται με επιμονή με το πώς θα τους συμφιλιώσουν. Ο τρόπος με τον οποίο θα αντιδράσουν τα παιδιά έχει να κάνει με το είδος της σχέσης που είχαν με τους γονείς τους πριν το διαζύγιο, με την ένταση και τη διάρκεια των γονικών συγκρούσεων και με το κατά πόσο μπορούν οι γονείς να ανταποκριθούν στις ανάγκες των παιδιών τους.
Η σχέση μεταξύ των γονιών
Η ποιότητα της σχέσης μεταξύ των συζύγων είναι καταλυτικός παράγοντας για την προσαρμογή του παιδιού στο διαζύγιο και την ομαλή ψυχοκοινωνική του εξέλιξη. Είναι δύσκολο για το γονιό που δεν επέλεξε τη διάλυση του γάμου να μην εκφραστεί αρνητικά για το σύζυγό του. Νιώθει πληγωμένος, προδομένος και παρόλο που γνωρίζει ότι δε θα έπρεπε να τον κατηγορεί στο παιδί του, αδυνατεί, ειδικά όταν οι περιστάσεις το ευνοούν. Για παράδειγμα, εάν ο πρώην σύζυγος δεν είναι συνεπής με τη διατροφή, εάν ξεχνάει σημαντικά γεγονότα της ζωής του παιδιού, εάν δεν κρατάει τις υποσχέσεις του. Όμως, σε καμία περίπτωση, δε θα πρέπει ποτέ να βρεθεί στη μέση το παιδί. Ό,τι και να έχει γίνει, όσο «ακατάλληλος» ως σύζυγος και εάν υπήρξε, παραμένει ο γονέας του παιδιού. Είναι βασική αρχή ότι όταν κάποιος (πολύ περισσότερο όταν αυτός είναι ο άλλος γονιός) κατηγορεί το γονέα του παιδιού, το μόνο που καταφέρνει είναι να κάνει μεγάλη ζημιά στον ψυχισμό του παιδιού. Σε καμία περίπτωση δε θα πρέπει να νιώθουν τα παιδιά ότι μπαίνουν σε διαδικασία να επιλέξουν ή τον ένα ή τον άλλο γονιό. Δεν είναι λίγες οι φορές που ενώ επιθυμούν να δουν το γονιό τους, δεν το κάνουν, γιατί νιώθουν ότι θα προδώσουν τον άλλον. Όμως το ότι, πλέον, οι δύο γονείς δεν είναι σύζυγοι δε σημαίνει ότι έχουν απαλλαγεί από το γονεϊκό τους ρόλο. Θα πρέπει, επομένως, να τονιστεί στα παιδιά πως, όπως και να εξελιχθούν τα πράγματα, τόσο η μητέρα όσο και ο πατέρας θα εξακολουθούν να τους αγαπούν και δεν πρόκειται ποτέ να τους εγκαταλείψουν.
Τι μπορούμε να κάνουμε; Η καλύτερη αντιμετώπιση είναι η ειλικρίνεια. Πολλοί γονείς, στην επιθυμία τους να προστατέψουν τα παιδιά τους, αποκρύπτουν την αλήθεια και προσποιούνται ότι όλα είναι καλά. Τα παιδιά, όμως, καταλαβαίνουν πολύ καλά πως κάτι υπάρχει πίσω από αυτή την ψεύτικη αρμονία. Θα πρέπει, λοιπόν, να συζητάνε μαζί και να τους δίνουν ξεκάθαρες και ειλικρινείς απαντήσεις και όχι αόριστες και ασαφείς, όπως «θα δούμε» ή «ίσως μια μέρα να είμαστε μαζί», στις οποίες, ειδικά παιδιά προσχολικής ηλικίας, θα κρέμονται από αυτές και θα ελπίζουν συνεχώς. Θα πρέπει να δίνουμε την ευκαιρία στα παιδιά να εκφράζουν τις σκέψεις και τα οδυνηρά συναισθήματά τους. Οι γονείς θα πρέπει να τα παρακινήσουν να μιλήσουν, να κλάψουν, ακόμη και να θυμώσουν, αλλά και να καλλιεργήσουν μια όσο δυνατόν καλύτερη σχέση με τον άλλο σύζυγο, όπου θα μπορούν να διαχειρίζονται από κοινού τα προβλήματα που έχουν να κάνουν με τη διαπαιδαγώγηση των παιδιών τους.
Ο γονιός που φεύγει δεν πρέπει να μετατρέπεται σε γονιό του «λούνα – παρκ», γιατί το ότι θα βλέπει λιγότερο χρόνο το παιδί του, όπως τα Σαββατοκύριακα, δε σημαίνει ότι δε θα πρέπει να θέτει τα τόσο αναγκαία όρια στη συμπεριφορά του. Το διαζύγιο μπορεί να φαίνεται μια ολοκληρωτική καταστροφή, όμως τόσο οι σύζυγοι όσο και τα παιδιά μπορούν να κάνουν μια καινούργια αρχή. Μπορεί το όνειρο των παιδιών για να ξανασμίξει όλη η οικογένεια να μη γίνει ποτέ πραγματικότητα, όμως μπορούν να νιώσουν ότι αγαπιούνται και από τους δύο γονείς τους, ότι έχουν τη δυνατότητα να μένουν όσο θέλουν τόσο στον έναν όσο και στον άλλον και να επαναπροσδιορίσουν, εκ νέου, τη ζωή τους. Μπορεί λοιπόν ο γάμος να διαλύεται, οι σύζυγοι να χωρίζουν, όμως οι γονείς δε χωρίζουν ποτέ από τα παιδιά τους.