Πώς να μάθουμε πειθαρχία στα παιδιά μας

Ένα από τα κυριότερα «καθήκοντα» κάθε γονιού είναι να βοηθήσει το παιδί του να κοινωνικοποιηθεί αποτελεσματικά.

Μέσω της κοινωνικοποίησης, το παιδί προετοιμάζεται για το μέλλον και μαθαίνει να υπάρχει και να λειτουργεί μέσα σε ένα κοινωνικό σύνολο. Η διαδικασία αυτή επιτυγχάνεται από τους γονείς με δύο τρόπους παράλληλα: με το δικό τους παράδειγμα συμπεριφοράς και με τη θέσπιση κανόνων και ορίων στα οποία τα παιδιά καλούνται να πειθαρχήσουν.

Οι μέθοδοι πειθαρχίας που συνηθέστερα χρησιμοποιούνται βασίζονται σε τρεις κύριες προσεγγίσεις διαπαιδαγώγησης: την επιτρεπτική, την αυταρχική και τη δημοκρατική προσέγγιση. Κάθε προσέγγιση θεωρείται ότι εκπαιδεύει με διαφορετικό τρόπο το παιδί σε ζητήματα συνεργασίας, υπευθυνότητας και προσδοκιών αναφορικά με την αποδεκτή και τη μη αποδεκτή συμπεριφορά.

Στην επιτρεπτική προσέγγιση οι γονεϊκές πεποιθήσεις που κυριαρχούν είναι οι εξής: «ρόλος και στόχος μου είναι να κάνω ευτυχισμένα τα παιδιά μου με οποιοδήποτε δικό μου κόστος», «αντιδράσεις που στεναχωρούν τα παιδιά μου δεν μπορεί να είναι αποτελεσματικές» και «τα παιδιά είναι μικρά για να μάθουν να συνεργάζονται».

Τα παιδιά κατέχουν όλο τον έλεγχο σε αυτού του είδους τη διαπαιδαγώγηση και μαθαίνουν ότι οι κανόνες ισχύουν μόνο για τους υπόλοιπους, ποτέ για τα ίδια, ότι ρόλος των γονέων είναι να υπηρετούν τα παιδιά τους και ότι οι γονείς είναι υπεύθυνοι για την επίλυση όλων των προβλημάτων. Ως αποτέλεσμα, τα παιδιά αυτά αναπτύσσουν εξάρτηση, έλλειψη σεβασμού και εγωκεντρισμό. Αψηφούν τους κανόνες και κάθε μορφή εξουσίας, ενώ δοκιμάζουν διαρκώς τα όρια. Αδιαφορούν για τα λόγια των γονέων τους οι οποίοι αναγκάζονται να τα νουθετούν διαρκώς.

Αντιθέτως, στην αυταρχική διαπαιδαγώγηση ο γονέας προσπαθεί να διαμορφώσει και να αξιολογήσει τη συμπεριφορά του παιδιού του βάσει ενός καθορισμένου και απόλυτου πλαισίου. Σε αυτήν την περίπτωση η υπακοή θεωρείται αρετή και οι γονείς υιοθετούν τιμωρητικούς και βίαιους τρόπους προκειμένου να ελέγξουν την ανυπακοή. Η συνήθης γονεϊκή πεποίθηση στο συγκεκριμένο είδος διαπαιδαγώγησης είναι: «τα παιδιά δεν θα μάθουν εάν δεν πονέσουν». Τα προβλήματα επιλύονται με τη χρήση βίας, υπάρχει αντιπαλότητα και νικητές βγαίνουν οι γονείς οι οποίοι επιλύουν όλα τα προβλήματα και λαμβάνουν όλες τις αποφάσεις. Τα παιδιά διδάσκονται ότι οι γονείς είναι υπεύθυνοι για την επίλυση όλων των προβλημάτων τους και ότι είναι θεμιτή η χρήση της βίας ως μέσο επικοινωνίας. Ως αποτέλεσμα είτε αντιδρούν με θυμό, πείσμα, διάθεση εκδίκησης και επαναστατικότητα είτε αποσύρονται και υποτάσσονται επειδή νιώθουν φόβο.

Τέλος, στη δημοκρατική διαπαιδαγώγηση οι συνήθεις γονεϊκές πεποιθήσεις είναι: «τα παιδιά είναι σε θέση να λύνουν μόνα τους αρκετά από τα προβλήματά τους», «θα πρέπει να δίνεται στα παιδιά η δυνατότητα της επιλογής και να μαθαίνουν από τις συνέπειες των επιλογών τους» και ότι «η ενθάρρυνση είναι ένα αποτελεσματικό μέσο που ενισχύει την πρωτοβουλία». Στον συγκεκριμένο τρόπο διαπαιδαγώγησης υπάρχει συνεργασία, αμοιβαίος σεβασμός και τα παιδιά συμμετέχουν ενεργά στη διαδικασία επίλυσης προβλημάτων. Τους παρέχεται η δύναμη κι ο έλεγχος μόνο στις περιπτώσεις εκείνες που μπορούν να χειρισθούν με συνέπεια. Με αυτόν τον τρόπο τα παιδιά διδάσκονται την έννοια της συνεργασίας και της υπευθυνότητας. Επιπλέον, κατανοούν ότι έχουν επιλογές και ότι κάθε τους επιλογή επιφέρει ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα.

Έρευνες με θέμα τα είδη ανατροφής των παιδιών προτείνουν ότι υπάρχει ένα καλό μέτρο, ο «χρυσός κανόνας», παρ’ ότι κάτι τέτοιο δεν είναι πάντα εύκολο και εφικτό. Το παιδί που μεγαλώνει με τρυφερούς και δημοκρατικούς γονείς γαλουχείται σε ένα περιβάλλον αγάπης, έχει σωστά πρότυπα ταύτισης, λαμβάνει τις αναγκαίες εξηγήσεις για τους κανόνες και έχει την ευκαιρία να μάθει τη διαδικασία μέσω της οποίας οι πράξεις του επηρεάζουν τους άλλους και τον εαυτό του.

Μαρία Ζέρβα
Ψυχολόγος – Ψυχοθεραπεύτρια

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *