της Μαρίας Βόλλη
Το πιο καθαρό χρυσάφι στον κόσμο… Οι αρχαίοι Έλληνες ανακάλυψαν ότι οι σπόροι του ξυλοκέρατου (χαρουπιά, Κερωνία ή
Κερατέα η έλλοβος, λατ. Ceratonia siliqua) εμφανίζουν ένα σταθερό βάρος μεταξύ 189-205 mg (περίπου 0,20 γρ.), και γι’ αυτόν τον λόγο ορίστηκαν ως η πιο μικρή μονάδα μέτρησης για τον χρυσό.
Σύμφωνα με κάποιους ερευνητές η εξημέρωση του δέντρου έγινε τα ρωμαϊκά χρόνια. Στη Ρώμη πρέπει να έφτασε μέσω της Ελλάδας, όπως προκύπτει από τη λατινική ονομασία Siliqua graeca (ελληνικός λοβός). Η επιστημονική του ονομασία Ceratonia siliqua προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη «κέρας» και τη λατινική «siliqua» (λοβός), που παραπέμπει στo κερατόμορφο σχήμα του καρπού. Ο Διοσκουρίδης ο Αναζαρβεύς, γιατρός, φαρμακολόγος και βοτανολόγος (1ος αι. μ.Χ) ονόμασε τον καρπό (λοβό και σπόρια) κεράτιον και τη χαρουπιά κερατέα. Από τον Θεόφραστο μαθαίνουμε ότι οι Ίωνες του 4ου και 3ου π.Χ. αι. την αποκαλούσαν κερωνία.
Κι έτσι φτάσαμε από τα χαρούπια στα καράτια…
Από τη λέξη κεράτιον προέρχεται και η λέξη «καράτι», η οποία χρησιμοποιείται στην κοσμηματοποιία, το σημερινό «καράτι» έχει επίσημα καθοριστεί στα 200 mg.
Στη βυζαντινή νομισματοκοπία το κεράτιον ήταν μονάδα βάρους ευγενών μετάλλων ισοδύναμη με το 0,189 ή 0,186 του γραμμαρίου και ίση με το 1/24 του χρυσού βυζαντινού νομίσματος που λεγόταν aureum solidum ή solidus. Η περιεκτικότητα του solidus σε χρυσό διακυμάνθηκε πολλές φορές μέσα στους αιώνες, όμως ένας solidus του Μεγάλου Κωνσταντίνου είχε βάρος σε χρυσό ίσο με το 1/72 της ρωμαϊκής λίτρας, δηλαδή 24 κεράτια χρυσού.
O 100% χρυσός έχει 24 καράτια και όταν λέμε ότι ένα κόσμημα είναι 18 καρατίων, αυτό σημαίνει ότι το κράμα έχει 18 μέρη χρυσού και 6 μέρη άλλου μετάλλου -άρα 75% περιεκτικότητα.
Η βυζαντινή λέξη κεράτιον πέρασε στα αραβικά ως qirat, δηλώνοντας πάλι μονάδα βάρους ίση με το 1/24 του dinar, του δηναρίου -ίδιο ποσοστό σε άλλο χρυσό νόμισμα. Η αραβική λέξη «ταξίδεψε» στα μεσαιωνικά λατινικά ως caratus, μεταξύ άλλων και σε συγγράμματα αλχημιστών, και από εκεί στα ιταλικά ως carato, με τη σημασία της μονάδας μέτρησης της καθαρότητας του χρυσού -απ’ όπου η λέξη γίνεται διεθνής και επιστρέφει ως αντιδάνειο και στα ελληνικά ως καράτι (ίσως από τον πληθυντικό της ιταλικής λέξης carati).
Στην κλασική αρχαιότητα η χαρουπιά ονομαζόταν κερωνία, στα ελληνιστικά χρόνια την είπαν και κερατέα και σήμερα τη λέμε ξυλοκερατιά και ξυλοκέρατα τα χαρούπια. Η λέξη χαρουπιά είναι τουρκοαραβικής προέλευσης και αντίστοιχες βρίσκουμε σε πολλές γλώσσες της Ευρώπης (π.χ. carob tree στα αγγλικά). Σε κάποιες περιοχές της Πελοποννήσου τη συναντάμε σαν τσερατσίνα (κερατέα, κερατία, τερατσία), στην Κύπρο τη λένε και τερατσιά, ενώ υπάρχουν και τα ονόματα κουντουρουδιά και κουτσουπιά.
Η χαρουπιά είναι αείφυλλο δέντρο αποκλειστικά μεσογειακό και μπορεί να φτάσει σε ύψος και τα 13 μέτρα. Το συναντάμε ενίοτε και καλλιεργημένο από τα παράλια της βόρειας Αφρικής και το Ιόνιο μέχρι τη Μέση Ανατολή, συνήθως σε περιοχές με ήπιο και ξηρό κλίμα και φτωχό υπέδαφος. Η αξία της αναγνωρίστηκε από τους Έλληνες, οι οποίοι έφεραν την καλλιέργειά της από τη Μέση Ανατολή (Συρία, Παλαιστίνη). Τα χαρούπια χρησιμοποιήθηκαν ιδιαίτερα ως ζωοτροφή, αλλά ο καρπός αυτός έθρεψε και πολλούς λαούς σε περιόδους πολέμων και λιμών, όταν τα άλλα τρόφιμα ήταν δυσεύρετα, γεγονός που αποδεικνύει την υψηλή διατροφική του αξία.
Όσον αφορά στη μαγειρική χρήση του χαρουπιού στην αρχαιότητα, ενώ πιθανότατα μαγειρευόταν στη Μεσοποταμία κατά τη 2η χιλιετία π.Χ. και την ίδια περίοδο οι Αιγύπτιοι το χρησιμοποιούσαν στην παρασκευή οινοπνευματώδους ποτού, απουσιάζουν οι πληροφορίες από τον ελληνικό χώρο. Ωστόσο, από τον Διοσκουρίδη μαθαίνουμε για τη φαρμακευτική χρήση των κερατίων και τον “κερατίτην οίνον”. Σε κρητικό γιατροσόφι του 19ου αι. μ.Χ., μνημονεύονται οι σπόροι των χαρουπιών και η θεραπευτική τους χρήση. Οι ξένοι περιηγητές που επισκέφθηκαν την Κρήτη τον 19ο αι. περιγράφουν τα χαρούπια ως τροφή καλοδεχούμενη από ανθρώπους και ζώα.
Το χαρούπι είναι γνωστό και ως «ψωμί του Αγίου Ιωάννου», γιατί κατά μία ερμηνεία το άγριο μέλι που έτρωγε ο Ιωάννης ο Βαπτιστής στην έρημο ήταν σιρόπι που έβγαινε από τα χαρούπια, ενώ οι ακρίδες ήταν στην πραγματικότητα χαρούπια. Γι’ αυτό η χαρουπιά αποκαλείται και ακριδόδεντρο ή αρτόδεντρο. Το «κεράτιον» αναφέρεται αρκετές φορές στην Καινή Διαθήκη και ειδικότερα στην παραβολή του Ασώτου.