Το καλό μας το σερβίτσιο το αφήσαμε να θαμπώνει μέσα στη βιτρίνα του σαλονιού, δίπλα σε καρέκλες και τραπέζια σκεπασμένα με σεντόνια για τη σκόνη. Καρτερικά, μας περίμεναν να φορέσουμε τα καλά μας ρούχα και να υποδεχθούμε τους καλεσμένους που ποτέ δεν ήρθαν, καθώς ο χρόνος –αχ, ο χρόνος– ποτέ δεν περίσσεψε.
Καρτερικά, περίμεναν μαζί με τα καλά τα ρούχα που τα βγάζαμε την άνοιξη στον αγέρα να φύγει η μυρωδιά της ναφθαλίνης και τα ξανακλείναμε σε μπαούλα, με την ελπίδα, όταν τα ξανανοίξουμε, να φορεθούν.
Σερβίτσια, έπιπλα και ρούχα, σιωπηλοί μάρτυρες μιας ζωής που δεν βιώθηκε ποτέ. Μιας ζωής μισοτελειωμένης, εστιασμένης σε σχέδια και ελπίδες που πάντα έρχονταν σε δεύτερη μοίρα, χάριν των υποχρεώσεων. Μιας ζωής εστιασμένης σε ένα μέλλον που όλο έρχεται, αλλά δεν φτάνει ποτέ. σε στιγμές που θα άξιζαν τον κόπο της αναμονής, μα που ποτέ δεν ήρθαν.
Και ο χρόνος περνούσε και τα άψυχα αντικείμενα ψιθύριζαν αυτό που ποτέ δεν θα ερχόταν. Έγιναν σύμβολα της επιθυμίας για συντροφιά, για στιγμές που ποτέ δεν έγιναν γιορτή. Και τα καλά ρούχα παρέμεναν κλεισμένα στα μπαούλα, γιατί ξεχάσαμε πως οι πιο γιορτινές μας μέρες ήταν οι καθημερινές.
Σύμβουλος Ψυχικής Υγείας, Συνιδρυτής ΑΜΚΕ Μαθήματα ζωής