Μία από τις πιο συχνές, τα τελευταία χρόνια, ψυχικές παθήσεις, μαζί με την κατάθλιψη, είναι και η διαταραχή πανικού. Υπολογίζεται ότι μέχρι 4% του πληθυσμού υποφέρει από σοβαρές και συχνές κρίσεις πανικού. Η διαταραχή πανικού ανήκει στις αγχώδεις διαταραχές, μεταξύ της διαταραχής γενικευμένου άγχους, της αγοραφοβίας, της ειδικής φοβίας, της κοινωνικής φοβίας, της ιδεοψυχαναγκαστικής διαταραχής κ.λπ.
Το άγχος πανικού συνιστά καταιγιστική επέλευση έντονου άγχους βραχείας διάρκειας, εν είδει οξειών κρίσεων, που συνδέεται με αποδιοργάνωση της προσωπικότητας και συνοδεύεται από αισθήματα επικείμενης καταστροφής. Οι κρίσεις πανικού ενδέχεται να λαμβάνουν χώρα αυθορμήτως, δίχως εξωγενή πυροδοτικά ερεθίσματα ή, αντιθέτως, να έπονται της έκθεσης των ασθενών σε ποικίλους τύπους εξωτερικών ερεθισμάτων: φοβογόνα αντικείμενα, συνθήκες επέλευσης προγενέστερων κρίσεων πανικού, ιδιαίτερα συνθήκες που καθιστούν ανέφικτη τη διαφυγή του υποκειμένου ή την εξασφάλιση άμεσης βοήθειας, αν τυχόν αυτό υποστεί, εκ νέου, κρίση πανικού ή αιφνίδια αδιαθεσία. Ο φόβος ότι θα επέλθει μια κρίση πανικού είναι ικανός από μόνος του να προκαλέσει τα συμπτώματα της κρίσης.
Οι κρίσεις πανικού, όπως αναφέραμε, βιώνονται ως οξύ αίσθημα απώλειας αυτοελέγχου και επικείμενου θανάτου του ατόμου (καταστροφικός ιδεασμός). Τα συμπτώματα των κρίσεων πανικού αφορούν τόσο ψυχικές εκδηλώσεις, όπως έντονος φόβος, άγχος, πανικός, αίσθημα επέλευσης τρέλας, αίσθημα απώλειας ελέγχου και επερχόμενου θανάτου, παραισθήσεις, αποπραγματοποίηση (οξύ και βαθύ αίσθημα ανοικειότητάς του με τον άμεσο περίγυρο) ή αποπροσωποποίηση (νιώθει ο ασθενής ότι αποσπάται από τον ίδιο του τον εαυτό), όσο και σωματικές εκδηλώσεις πολλών οργανισμικών συστημάτων: καρδιαγγειακό (ταχυκαρδία, αύξηση αρτηριακής πίεσης), αναπνευστικό (αναπνευστική δυσχέρεια και αίσθημα πνιγμού, ταχύπνοια), γαστρεντερικό (ναυτία, διάρροια), ουροποιητικό (πολυουρία), νευρικό (μη περιστροφικός ίλιγγος, έξαψη ή αντίθετα ρίγος, γενικευμένος τρόμος, παροξυσμική κεφαλαλγία, μουδιάσματα ή μυρμηγκιάσματα στα χέρια). Συνήθως σε κάποιον ασθενή εμφανίζονται κάποια από τα παραπάνω συμπτώματα και όχι όλα, για να γίνει όμως διάγνωση της διαταραχής, θα πρέπει να εμφανίζονται τουλάχιστον τέσσερα συμπτώματα από αυτά που αναφέραμε παραπάνω, σε τέσσερα επεισόδια πανικού κατά τη διάρκεια ενός μήνα. Μόνο τότε θεωρείται ότι ο ασθενής πάσχει από διαταραχή πανικού. Επίσης ένας ασθενής θεωρείται ότι πάσχει από διαταραχή πανικού, όταν μετά από μια κρίση πανικού έχει για χρονικό διάστημα τουλάχιστον ενός μηνός, έντονο διαρκή φόβο επανάληψης της κρίσης πανικού.
Η διαταραχή πανικού, λοιπόν, χαρακτηρίζεται από απρόσμενα επεισόδια έντονου φόβου και άγχους, τα οποία ονομάζονται κρίσεις πανικού και η διάρκειά τους μπορεί να είναι από μερικά λεπτά έως μερικές ώρες. Είναι μια χρόνια πάθηση, με εξάρσεις και υφέσεις, καθώς οι κρίσεις πανικού μπορεί να εμφανίζονται σπανιότερα ή να επαναλαμβάνονται συχνά, δύο με τρεις φορές την εβδομάδα. Επίσης, μπορεί να εκδηλωθούν σε όλες τις ηλικίες, με μεγαλύτερη συχνότητα στις ηλικίες μεταξύ 20 – 40, και 2 έως 3 φορές συχνότερα στις γυναίκες, συγκριτικά με τους άντρες.
Υπό το κράτος του άγχους πανικού η προσοχή των ασθενών απορροφάται πλήρως από τα σωματικά συμπτώματά τους, επιδεινώνοντας το αίσθημα απώλειας ελέγχου επί της σωματο-ψυχικής υπόστασής τους και τον καταστροφικό ιδεασμό τους, που με τη σειρά τους επιτείνουν την ήδη μεγάλη ευαισθησία τους στις πολυάριθμες σωματικές εκδηλώσεις τους, στο πλαίσιο ενός φαύλου κύκλου αμοιβαίας θετικής ανατροφοδότησής τους. Αναλόγως της πυροδότησης ή μη-πυροδότησης των κρίσεων πανικού από εξωτερικά ερεθίσματα, αυτές διακρίνονται σε καταστασιακές και αυθόρμητες κρίσεις πανικού, αντιστοίχως. Οι καταστασιακές κρίσεις πανικού λαμβάνουν χώρα σε έδαφος προηγούμενου άγχους αναμονής, ενόψει της επικείμενης έκθεσης του ατόμου στην επίφοβη γι’ αυτό κατάσταση. Οι επακόλουθες κρίσεις πανικού, ωστόσο, διαφοροποιούνται σαφώς από το προηγούμενο άγχος αναμονής, τόσο βάσει της αιφνίδιας ανάδυσης των πολυάριθμων νευροφυτικών εκδηλώσεών τους όσο και βάσει της αδυναμίας ελέγχου τους εκ μέρους των ασθενών μέσω της άμεσης απομάκρυνσής τους από την επίφοβη κατάσταση.
Η βαρύτητα των κρίσεων πανικού ενδέχεται να παραλλάσσει σημαντικά από άτομο σε άτομο ή ακόμη και στο ίδιο άτομο σε διαφορετικές επελεύσεις τους. Στις καλούμενες ελάσσονες κρίσεις πανικού, οι ασθενείς βιώνουν ίλιγγο, ανοικειότητα του περιγύρου, αναπνευστική δυσχέρεια και «φτερουγίσματα» στο στήθος τους, χωρίς ωστόσο φόβο επικείμενου θανάτου τους. Η συχνή επέλευση κρίσεων πανικού τροφοδοτεί την υιοθέτηση συμπεριφορών αποφυγής των εξωτερικών συνθηκών επέλευσής τους, επιτείνοντας τόσο το άγχος αναμονής νέων κρίσεων όσο και τις υποχονδριακές ενασχολήσεις των ασθενών.
Οι λόγοι που κάποιοι άνθρωποι εμφανίζουν κάποια στιγμή στη ζωή τους διαταραχή πανικού (και γενικά αγχώδεις διαταραχές) ενώ κάποιοι άλλοι όχι, έχουν να κάνουν με την ιδιοσυγκρασία τους, τις στρατηγικές που έχουν αναπτύξει για την αντιμετώπιση δυσκολιών, την αυτοεικόνα τους, τη βιολογική τους προδιάθεση, την κληρονομικότητα, τους τρόπους που έχουν διδαχθεί (ή μιμηθεί) από τους γύρω τους (κυρίως γονείς) να αντιμετωπίζουν φοβογόνες καταστάσεις κ.λπ. Ως προς την παθοφυσιολογία των κρίσεων πανικού αξίζει να σημειώσουμε ότι, κατά τον Donald Klein, αυτές εκλύονται από την ενεργοποίηση κάποιου βιοεξελικτικά παγιωμένου συστήματος συναγερμού, ο ειδικός βιολογικός ρόλος του οποίου συνίσταται στην έγκαιρη ανίχνευση επαπειλούμενης αναπνευστικής ασφυξίας του ατόμου. Στους ασθενείς ο εν λόγω μηχανισμός πυροδοτείται εσφαλμένα πολύ ευκολότερα εξαιτίας κάποιας ευπάθειάς τους ποικίλης αιτιολογίας (Klein, 1993).
Η διαφορική διάγνωση των κρίσεων πανικού περιλαμβάνει τον αποκλεισμό δευτερογενών κρίσεων πανικού επί πρωτογενούς προσβολής του κεντρικού νευρικού συστήματος (ΚΝΣ) των ασθενών, εξωγενώς – πχ. Λήψη διεγερτικών του ΚΝΣ ουσιών (κοκαΐνη, αμφεταμίνη, LSD, κάνναβη, καφεΐνη), σύνδρομο στέρησης από απότομη διακοπή κατασταλτικών του ΚΝΣ ουσιών (χρόνιος αλκοολισμός, εξάρτηση από βενζοδιαζεπίνες) – ή ενδογενούς (όγκοι ΚΝΣ, επιληψία κροταφικού λοβού, υπερθυρεοειδισμός). Άλλωστε, γνήσιες κρίσεις πανικού ενδέχεται να διανθίζουν την κλινική πορεία ποικίλων άλλων κατηγοριών ψυχικών διαταραχών: φοβικών, σωματόμορφων, διαταραχών διάθεσης ή σχιζοφρενικών διαταραχών.
Πολλά συμπτώματα επίσης του άγχους πανικού ταυτίζονται με αυτά του άγχους αναμονής, όπως π.χ. ανησυχία, υπερένταση, ταχύπνοια, ξηροστομία, αίσθημα κόμπου στο λαιμό, πολυουρία, μετεωρισμός κοιλίας, διάρροια, ναυτία, φτερουγίσματα στο στήθος κ.λπ. Το άγχος αναμονής συνιστά λίαν οικείο μας αίσθημα, που βιώνουμε ενόψει του ενδεχόμενου αντιμετώπισης κάποιου επερχόμενου κινδύνου ή επίφοβης συνθήκης με αμφίρροπη έκβαση, όπως π.χ. προεξεταστικό άγχος σπουδαστών, άγχος υποψήφιων υπαλλήλων πριν από την κρίσιμη για την πρόσληψή τους συνέντευξη κ.λπ.
Ωστόσο, το άγχος αναμονής διαφοροποιείται ευκρινώς από το άγχος πανικού, αφού διαρκεί περισσότερο χρόνο, η έντασή του αυξάνεται προοδευτικά και μπορεί να ελεγχθεί από το υποκείμενο, μέσω – αν μη τι άλλο – αποφυγής της επίφοβης συνθήκης ή αναβολής της αντιμετώπισής της. Στις φοβικές διαταραχές, το άγχος αναμονής αναδύεται ενόψει της έκθεσης του υποκειμένου στο φοβογόνο ερέθισμα, ενώ στη διαταραχή πανικού ενόψει ενδεχόμενης επέλευσης νέων κρίσεων πανικού.
Οι κρίσεις πανικού μπορεί να οδηγήσουν δευτερογενώς σε αγοραφοβία ή κοινωνική φοβία. Η αγοραφοβία συνιστά φόβο έκθεσης των ασθενών σε περιστάσεις όπου είναι λίαν δυσχερής η διαφυγή τους σε περίπτωση ξαφνικής αδιαθεσίας τους, με υιοθέτηση συμπεριφορών αποφυγής των εν λόγω τύπων περιστάσεων. Ο βαθμός παγίωσης των συμπεριφορών αποφυγής των ασθενών παραλλάσσει, κυμαινόμενος από ήπια ή περιστασιακή αποφυγή έκθεσής τους στις επίφοβες περιστάσεις έως την πάση θυσία αποφυγή τους, επί ποινή ακόμη και πλήρους παραίτησής τους από την άσκηση μειζόνων κοινωνικών ρόλων τους, ιδιαίτερα του εργασιακού ρόλου τους. Ενίοτε, οι επίφοβες περιστάσεις ταυτίζονται με εκείνες επέλευσης προγενέστερων κρίσεων πανικού και καθορίζονται από τις τελευταίες μέσω μηχανισμών συνειρμικής μάθησης. Μάλιστα, εάν το άτομο υποστεί κρίση πανικού συμμετέχοντας σε κάποια κοινωνική εκδήλωση, τότε ενδέχεται να αναπτύξει κοινωνική φοβία1, φοβούμενο το δημόσιο εξευτελισμό του σε περίπτωση νέων κρίσεων πανικού σε κοινωνικές συγκεντρώσεις. Είναι πολύ σημαντικό, επίσης, να τονίσουμε ότι πολλά από τα σημεία και συμπτώματα που παρουσιάζουν οι ασθενείς κατά τις κρίσεις πανικού, είναι παρόμοια με αυτά που εκδηλώνονται λόγω σοβαρών παθήσεων της καρδιάς, του εγκεφάλου, των πνευμόνων και του πεπτικού συστήματος. Με λίγα λόγια οι κρίσεις πανικού μιμούνται άλλες σοβαρές οργανικές ασθένειες που απειλούν τη ζωή. Μάλιστα οι ίδιοι οι ασθενείς με κρίση πανικού, συχνά απευθύνονται επειγόντως σε γιατρούς ή στα τμήματα επειγόντων περιστατικών για περίθαλψη. Η διαφοροποίηση της κρίσης πανικού από άλλες παθήσεις, όπως για παράδειγμα έμφραγμα μυοκαρδίου, καρδιακές αρρυθμίες, εγκεφαλικά επεισόδια, επιληψία, υπερθυρεοειδισμό, είναι επιτακτική. Η κλινική εξέταση και οι συμπληρωματικές εξετάσεις μπορούν να αποκλείσουν μια οργανική πάθηση και να επιτρέψουν τη διάγνωση κρίσης πανικού.
Η πρόγνωση της διαταραχής είναι άριστη εφόσον χορηγηθεί θεραπεία. Συγκεκριμένα, υπάρχουν φάρμακα και ψυχοθεραπευτικές μέθοδοι (κυρίως η γνωσιακή συμπεριφορική ψυχοθεραπεία), που με επιτυχία βοηθούν τον ασθενή να ελέγξει ή ακόμη και να απαλλαγεί από το πρόβλημα. Ο συνδυασμός μάλιστα φαρμάκων και ψυχοθεραπείας προσφέρει υψηλά ποσοστά επιτυχίας.
Θεοδώρα Αναστασίου
«Υγείας Αρωγός»